-
1 βιτριόλι
[витриоли] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιτριόλι
-
2 купорос
-а α.θειίκά άλατα•железный θειίκός σίδηρος•
цинковый купорос θειίκός ψευδάργυρος, λευκό βιτριόλι•
медный купорос θειίκός χαλκός, γαλαζδπετρα. βιτριόλι κυανό.
-
3 кислота
хим. το οξύ. азотистая - νιτρώδες -аскорбиновая - ασκορβικό -, η βιταμίνη С ацетилсалициловая - ακετυ-λοσαλικυλικό -дезоксирибонуклеиновая - (ДНК) δεσοξυριβοζονουκλεϊ(νι)κό -, το Ντι-Εν-Έι(D.N.A.)муравьиная - μυρμη-κικό/μεθανικό -рибонуклеиновая - (РНК) - ριβονουκλείκό/ριβοζονου-κλεϊκό - (R.N А)серная - (H2S04) θειικό -, το βιτριόλιсинильная - το υδροκυάνιο, πρωσικό -уксусная - όξι-νο/οξικό/αιθανικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кислота
-
4 купорос
купоросм хим. τό βιτριόλι[ον]:медный \купорос ἡ χαλκάνθη, τό κυανοῦν βιτριό-λιον железный \купорос τό πράσινον βιτριό-λιον цинковый \купорос τό λευκόν βιτριόλιον. -
5 серный
серн||ыйприл:\серныйая кислота хим. τό θειϊκόν ὀξύ, τό βιτριόλι· \серный рудник τό θειωρυχεῖον. -
6 купорос
[κουπαρός] ουσ. а. βιτριόλι -
7 купорос
[κουπαρός] ουσ α βιτριόλι -
8 кислота
-ы θ.1. ξινάδα, ξινίλα.2. (χημ.) οξύ•азотная кислота οξείδιο του αζώτου•
серная кислота θεκό οξύ, βιτριόλι•
соляная кислота υδροχλωρικό οξύ.
-
9 медный
επ.1. χάλκινος, χαλκοματένιος•-ая посуда χάλκινο αγγείο•
-ые деньги χάλκινα χρήματα (χαλκούνες).
|| του χαλκού•-ая промышленность βιομηχανία χαλκού.
|| χαλκούχος, χαλκο.φόρος•-ая руда χαλκομετάλλευμα•
медный колчедан χαλκοπυρίτης•
медный купорос θειτκός χαλκός (γαλαζόπετρα ή βιτριόλι του χαλκού).
2. χαλκόχρωμος•-ое лицо χαλκόχρωμο πρόσωπο.
εκφρ.медный век – η εποχή του χαλκού•медный лоб – βλ. меднолобый•
См. также в других словарях:
βιτριόλι — το (λ. γαλλ.), καυστικό υγρό, το θειικό οξύ: Λούστηκε με βιτριόλι σε μια προσπάθεια ν’ αυτοκτονήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιτριόλι — Ονομασία που δόθηκε κατά το παρελθόν σε όλα τα θειικά άλατα. Β. αργίλου είναι η στυπτηρία ή στύψη, γαλάζιο β. ο θειικός χαλκός, λευκό β. ο θειικός ψευδάργυρος, πράσινο β. ο θειικός σίδηρος, που λέγεται και σιδηρούχο, και τέλος λάδι του β., το… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
θειικός — ή, ό 1. αυτός που είναι από θείο ή αναφέρεται στο θείο (α. «θειικό οξύ» ανόργανο οξύ, άχρωμο και άοσμο ελαιώδες υγρό, πολύ διαβρωτικό και μεγάλης βιομηχανικής σημασίας, κν. βιτριόλι β. «θειικά ορυκτά» φυσικής προελεύσεως άλατα τού θειικού οξέος.… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek