-
1 βιβλιοπώλης
[вивлиополио] ουσ. продавец книг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιβλιοπώλης
-
2 букинист
ο (παλαιο)βιβλιοπώλης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > букинист
-
3 книгоноша
книго||ноша м, ж ὁ περιοδεύων βιβλιοπώλης, ὁ βιβλιο-φόρος. -
4 книгоноша
-и α. κ. θ. πλανόδιος βιβλιοπώλης• βιβλιοδιανομέας. -
5 книгопродавец
-вца α. παλ. βιβλιοπώλης. -
6 книжник
-а α.1. βιβλιόφιλος. || άνθρωπος αποσπασμένος από την πραγματικότητα, αιθεροβάμονας.2. βιβλιοπώλης. -
7 продавец
-вца α. πωλητής•продавец цветов ανθοπώλης•
продавец книг βιβλιοπώλης•
продавец фруктов οπωροπώλης•
продавец овощей λαχανοπώλης•
продавец рыб ιχθυοπώλης•
продавец мяса βλ. мясник
продавец вина κρασοπώλης•
продавец старых вещей παλαιοπώλης.
См. также в других словарях:
βιβλιοπώλης — bookseller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλης — ο (AM βιβλιοπώλης) πωλητής βιβλίων … Dictionary of Greek
βιβλιοπώλης — ο αυτός που ασχολείται με την εμπορία βιβλίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοπωλῶν — βιβλιοπώλης bookseller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπῶλαι — βιβλιοπώλης bookseller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλαις — βιβλιοπώλης bookseller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιβλιοπώλην — βιβλιοπώλης bookseller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιοβιβλιοπώλης — ο, θηλ. ισσα βιβλιοπώλης που εμπορεύεται παλαιά, ιδίως μεταχειρισμένα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + βιβλιοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σ. Κ. Οικονόμο] … Dictionary of Greek
βιβλιοπώλας — βιβλιοπώλᾱς , βιβλιοπώλης bookseller masc acc pl βιβλιοπώλᾱς , βιβλιοπώλης bookseller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek