-
1 βιβλιοκρισία
[вивлиокрисиа] ουσ. θ. критика (книг),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιβλιοκρισία
-
2 рецензия
рецензияж ἡ κρίση, ἡ γνώμη, ἡ κριτική:\рецензия на книгу ἡ βιβλιοκρισία. -
3 рецензия
-и θ.κρίση, κριτική εκτίμηση, απόφανση•рецензия произведения κριτική έργου•
рецензия спектакля κριτική θεάματος•
рецензия на книгу κριτική βιβλίου (βιβλιοκρισία).
См. также в других словарях:
βιβλιοκρισία — η η κριτική για κάποιο βιβλίο λογοτεχνικό ή επιστημονικό που δημοσιεύεται σε εφημερίδα ή περιοδικό: Η βιβλιοκρισία που έγινε για το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα ήταν ιδιαίτερα δυσμενής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιοκρισία — η κριτική αξιολόγηση, δημοσιευμένη σε περιοδικό, εφημερίδα ή αυτοτελώς, βιβλίου, πραγματείας ή άρθρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + κρισία < κρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
βιβλιοκριτικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το βιβλιοκρίτη ή τη βιβλιοκρισία: Στην εφημερίδα υπάρχει ειδική βιβλιοκριτική στήλη. 2. το θηλ. ως ουσ., βιβλιοκριτική η βιβλιοκρισία. 3. το ουδ. ως ουσ., βιβλιοκριτικά η αμοιβή που παίρνει ο συντάκτης της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
βιβλιοκριτής — ο 1. ειδικός στη βιβλιοκρισία 2. μέλος επιτροπής κρίσης βιβλίων … Dictionary of Greek
βιβλιοκριτικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιβλιοκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοκριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Ν. Σ. Ρίζου] … Dictionary of Greek
ευφημιστικός — ή, ό [ευφημιστής] 1. αυτός που γίνεται για ευφημία κάποιου, ο εγκωμιαστικός, ο επαινετικός («ευφημιστική βιβλιοκρισία») 2. αυτός που χρησιμοποιείται κατ ευφημισμόν («ευφημιστικός χαρακτηρισμός»). επίρρ... ευφημιστικώς και ά 1. κατά τρόπο… … Dictionary of Greek