Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βιβλίο

  • 1 βιβλίο

    [вивлио] ουσ. о. книга,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βιβλίο

  • 2 книга

    θ.
    1. βιβλίο•

    книга большого размера βιβλίο μεγάλου σχήματος•

    переплести -у δένω βιβλίο•

    раскрыть -у ανοίγω το βιβλίο•

    для чтения αναγνωστικό, -σματάριο•

    книга с картинами εικονογραφημένο βιβλίο•

    учебная εγχειρίδιο•

    бухгалтерские -и λογιστικά βιβλία•

    кассовая книга βιβλίο ταμείου•

    приходорасходная книга βιβλίο εσόδων και εξόδων•

    церковные -и εκκλησιαστικά βιβλία•

    жалобная книга βιβλίο παραπόνων•

    сидеть за -ой κάθομαι να διαβάσω•

    записная книга το σημειωματάριο•

    книга записи актов гражданского состояния το ληξιαρχικό βιβλίο.

    2. έργο, σύγγραμμα.
    3. κατάλογος•

    телефонная книга τηλεφωνικός κατάλογος.

    4. οδηγός•

    справочная книга βιβλίο οδηγιών.

    5. τόμος.
    εκφρ.
    книга за семью печатями – (γραπ. λόγος) ακατάληπτο, ακατανόητο•
    и -и в руки кому – με μόρφωση και πρακτική, ειδήμονας, γνώστης.

    Большой русско-греческий словарь > книга

  • 3 книга

    книга ж το βιβλίο* \книга жалоб το βιβλίο παραπόνων
    * * *
    ж
    το βιβλίο

    кни́га жа́лоб — το βιβλίο παραπόνων

    Русско-греческий словарь > книга

  • 4 книга

    кни́г||а
    ж τό βιβλίο[ν]:
    \книга для чтения τό ἀναγνωσματάριο· адресная \книга ὁ κατάλογος διευθύνσεων телефонная \книга ὁ τηλεφωνικός κατάλογος· приходо-расходная \книга τό βιβλίο των ἐσόδων καί ἐξόδων, τό κατάστιχο· справочная \книга τό βιβλίο καταφυγής, ὁ ὁδηγός· \книга записи актов гражданского состояния τό ληξιαρχικό βιβλίο· метрическая \книга τό μη-τρῶον ◊ ему́ и \книгаи в ру́ки αὐτός θά κρίνει.

    Русско-новогреческий словарь > книга

  • 5 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

  • 6 ваш

    ваш (ваша, ваше, ваши ) (δικός) σας это \ваша книга? δικό σας είναι αυτό το βιβλίο; \ваша мать η μητέρα σας \ваш отец о πατέρας σας \ваши до машние οι δικοί σας где \ваши чемоданы? πού είναι οι βα λίτσες σας;
    * * *
    (ваша, ваше, ваши)

    э́то ваша кни́га? — κό σας είναι αυτό το βιβλίο

    ваш оте́ц — ο πατέρας σας

    ваши дома́шние — οι δικοί σας

    где ваши чемода́ны? — που είναι οι βαλίτσες σας

    Русско-греческий словарь > ваш

  • 7 выйти

    выйти 1) εξέρχομαι, βγαίνω \выйти на улицу βγαίνω στο δρό μο все вышли? όλοι βγήκαν; 2) (появиться) εκδίδομαι, βγαίνω вышла из печати но вая книга εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο вышел новый фильм βγήκε μια νέα ταινία 3) (удать ся ) πετυχαίνω у меня ничего не вышло δεν το πέτυχα ◇ \выйти замуж παντρεύομαι (για γυναί κα) \выйти из моды βγαίνω από τη μόδα
    * * *
    1) εξέρχομαι, βγαίνω

    вы́йти на у́лицу — βγαίνω στο δρόμο

    все вы́шли? — όλοι βγήκαν

    2) ( появиться) εκδίδομαι, βγαίνω

    вы́шла из печа́ти но́вая кни́га — εκδόθηκε ένα νέο βιβλίο

    вы́шел но́вый фильм — βγήκε μια νέα ταινία

    3) ( удаться) πετυχαίνω

    у меня́ ничего́ не вы́шло — δεν το πέτυχα

    ••

    вы́йти за́муж — παντρεύομαι (για γυναίκα)

    вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα

    Русско-греческий словарь > выйти

  • 8 выпадать

    выпадать, выпасть 1) πέφτω книга выпала у меня из рук το βιβλίο μου έπεσε απ' τα χέρια 2) (об осадках): выпало много дождей έχουν πέσει πολλές βροχές выпал снег χιόνισε, έπεσε χιόνι
    * * *
    = выпасть

    кни́га вы́пала у меня́ из рук — το βιβλίο μου έπεσε απ; τα χέρια

    вы́пало мно́го дожде́й — έχουν πέσει πολλές βροχές

    вы́пал снег — χιόνισε, έπεσε χιόνι

    Русско-греческий словарь > выпадать

  • 9 жалоба

    жалоба ж το παράπονο книга жалоб и предложений το βιβλίο παραπόνων και προ τάσεων
    * * *
    ж
    το παράπονο

    кни́га жа́лоб и предложе́ний — το βιβλίο παραπόνων και προτάσεων

    Русско-греческий словарь > жалоба

  • 10 какой

    какой ποιος \какоййм образом? πώς; με ποιο τρόπο; \какой прекрасный голос! τι ωραία φωνή! \какойую книгу вы мне рекомендуете? ποιο βιβλίο μου συνιστάτε;
    * * *

    каки́м о́бразом? — πώς; με ποιο τρόπο

    како́й прекра́сный го́лос! — τι ωραία φωνή!

    каку́ю кни́гу вы мне рекоменду́ете? — ποιο βιβλίο μου συνιστάτε

    Русско-греческий словарь > какой

  • 11 кто

    кто (кого, кому, кем, о ком) ποιος* -это? ποιος είναι αυτός; \кто это сказал? ποιος το είπε; кого ещё нет? ποιος λείπει; кому принадлежит эта книга? ποιανού είναι (или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο; кому вы пишете? σε ποιον γράφετε; кого вы имеете в виду? ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας; кем вы работаете? τι δουλειά κάνετε; ο ком вы говорите? για ποιον μιλάτε;
    * * *
    (кого, кому, кем, о ком)

    кто э́то? — ποιος είναι αυτός

    кто э́то сказа́л? — ποιος το είπε

    кого́ ещё нет? — ποιος λείπει

    кому́ принадлежи́т э́та кни́га? — ποιανού είναι ( или σε ποιον ανήκει) αυτό το βιβλίο

    кому́ вы пи́шете? — σε ποιον γράφετε

    кого́ вы име́ете в виду́? — τι δουλειά κάνετε

    о ком вы говори́те? — ποιον εννοείτε; ποιον έχετε υπόψη σας

    кем вы рабо́таете? — για ποιον μιλάτε

    Русско-греческий словарь > кто

  • 12 наш

    наш (наша, наше, наши) ( δικός) μας· где \наши места? Πού είναι οι θέσεις μας; вот \наш дом να το σπίτι μας· это \наша книга είναι το βιβλίο μας· это \наше место είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας· это \наши дети είναι τα παιδιά μας
    * * *
    (наша, наше, наши)

    где наши места́? — πού είναι οι θέσεις μας

    вот наш домνα το σπίτι μας

    э́то наша кни́га — είναι το βιβλίο μας

    э́то наше ме́сто — είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας

    э́то наши де́ти — είναι τα παιδιά μας

    Русско-греческий словарь > наш

  • 13 свой

    I свой мн. от свой II свой (своя, своё, свой) δικός μου (σου, του, κτλ.)· он потерял свою книгу έχασε το βιβλίο του ◇ он сам не \свой έχει χάσει τα νερά του
    * * *
    (своя, своё, свои)
    δικός μου (σου, του, κτλ.)

    он потеря́л свою́ кни́гу — έχασε το βιβλίο του

    ••

    Русско-греческий словарь > свой

  • 14 учебник

    учебник м το σχολικό βιβλίο, το εγχειρίδιο; η μέθοδος (пособие)
    * * *
    м
    το σχολικό βιβλίο, το εγχειρίδιο; η μέθοδος ( пособие)

    Русско-греческий словарь > учебник

  • 15 учебный

    учебный σχολικός, διδακτικός; \учебныйое пособие το διδακτικό βιβλίο
    * * *
    σχολικός, διδακτικός

    уче́бное посо́бие — το διδακτικό βιβλίο

    Русско-греческий словарь > учебный

  • 16 чем

    I чем Ι те. п. от что Ι II чем II союз 1) από» παρά· книга интереснее, чем журнал το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό* лучше поздно, чем никогда κάλλιο αργά пара, ποτέ; \чем скорее, тем лучше όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο 2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...) ◇ \чем... тем... όσο... τόσο... II чем дат. л. от что I
    * * *
    I тв. п. от что I II союз
    1) από, παρά

    кни́га интере́снее, чем журна́л — το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό

    лу́чше по́здно, чем никогда́ — κάλλιο αργά παρά ποτέ

    чем скоре́е, тем лу́чше — όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο

    2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...)
    ••

    чем... тем —... όσο... τόσο…

    Русско-греческий словарь > чем

  • 17 малосодержательный

    малосодержательный
    прил κενός, ρηχός:
    \малосодержательныйая книга βιβλίο μέ ρηχό περιεχόμενο, βιβλίο χωρίς σοβαρό περιεχόμενο.

    Русско-новогреческий словарь > малосодержательный

  • 18 надписать

    -пишу, -пишешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надписанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παλ.
    επιγράφω, γράφω επάνω•1 надписать посвя-щёние на книге επιγράφω αφιέρωση στο βιβλίο. || γράφω επιγραφή•

    надписать книгу γράφω επιγραφή στο βιβλίο.

    2. γράφω ανωτέρω, από πάνω.

    Большой русско-греческий словарь > надписать

  • 19 печать

    θ.
    1. σφραγίδα, βούλα• στάμπα.• ставить печать βάζω σφραγίδα, σφραγίζω.
    2. μτφ. αποτύπωμα• ίχνος• σημάδι•

    печать времени σημάδι των καιρών.

    3. εκτύπωση•

    книга ещё в -и το βιβλίο είναι ακόμα υπο εκτύπωση.

    4. ο τύπος•

    работники -и οι τυπογράφοι•

    иностранная ο ξένος τύπος•

    выступить в -и δημοσιεύω στον-τύπο.

    5. τα τυπογραφικά γράμματα•

    книга крупной -и βιβλίο με μεγάλα γράμματα.

    εκφρ.
    печать молчания (безмолвия) – σφράγισμα ή βούλωμα του στόματος (απαγόρευση σε κάποιον να μιλά)•
    в -и – στον τύπο•
    выйти из -и, появиться в -и – βγαίνω, εμφανίζομαι στον τύπο (δημοσιεύομαι στον τύπο).

    Большой русско-греческий словарь > печать

  • 20 развернуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξετυλίγω• ξεδιπλώνω• αναπτύσσω• απλώνω•

    бумагу, ковр ξετυλίγω το χαρτί, το χαλί•

    развернуть знамя ξεδιπλώνω τη σημαία•

    деревья -ли почки τα δέντρα έβγαλαν μπουμπούκια (μπουμπούκιασαν).

    || ανοίγω•

    развернуть книгу ανοίγω το βιβλίο•

    развернуть салфетку ανοίγω (ξεδιπλώνω) το πετσετάκι•

    развернуть паруса ανοίγω τα πανιά (ιστία).

    2. ισάζω, ισώνω, κάνω ευθύ•

    развернуть плечи ισώνω τους ώμους.

    3. (στρατ.) αναπτύσσω• παίρνω διατάξεις μάχης•

    развернуть колонну при наступлении αναπτύσσω τη φάλαγγα σε διάταξη επίθεσης.

    4. (στρατ.) μετασχηματίζω, μετατρέπω•

    развернуть бригаду в дивизию μετασχηματίζω την ταξιαρχία σε μεραρχία.

    5. δημιουργώ, φτιάχνω πρόχειρα.
    6. μτφ. αυξαίνω, μεγαλώνω•

    развернуть все свои силы αναπτύσσω όλες τις δυνάμεις μου•

    он блестяще -ул свой талант αυτός λαμπρά ανέπτυξε το ταλέντο του•

    развернуть социалистическое соревнование αναπτύσσω πλέρια τη σοσιαλιστική άμιλλα.

    7. μτφ. εκθέτω λεπτομερώς•

    развернуть план αναπτύσσω λεπτομερώς το σχέδιο.

    1. ξετυλίγομαι• ξεδιπλώνομαι. || ανοίγομαι (στον αέρα). || ανοίγομαι, χωρίζω•

    книга -лась в ин-терсном месте το βιβλίο άνοιξε σε ενδιαφέρον μέρος (σελίδα)•

    покупки -лись τα ψώνια ανοίχτηκαν.

    2. (στρατ.) μετασχηματίζομαι, μετατρέπομαι•

    полк -лся в бригаду το σύνταγμα μετασχηματίστηκε σε ταξιαρχία.

    3. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι, ξανοίγομαι• αναπτύσσομαι.
    4. μτφ. προβάλλω, εμφανίζω, δείχνω (τον εαυτό μου, δυνάμεις μου, ικανότητες κ.τ.τ.).
    φέρνομαι ελεύθερα, ξανοίγομαι, δε συστέλλομαι.
    5. αναπτύσσομαι πολύ.
    6. στρίβω, στρέφω, κάνω στροφή, γυρίζω.
    7. (απλ.) βλ. размахнуться.

    Большой русско-греческий словарь > развернуть

См. также в других словарях:

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — το 1. τυπωμένα φύλλα χαρτιού συρραμμένα από τη μια τους πλευρά, σύγγραμμα: Υπάρχει μεγάλη ποικιλία βιβλίων σ’ αυτό το βιβλιοπωλείο. 2. υποδιαίρεση ενός μεγάλου συγγράμματος: Το έργο χωρίζεται σε δέκα βιβλία. 3. μτφ., ό,τι διδάσκει και διαφωτίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βιβλίο των νεκρών — Αιγυπτιακή συλλογή κειμένων νεκρικού τύπου, τα οποία από την αρχή του Νέου Βασιλείου (1580 1350 π.Χ.) αντιγράφονταν σε πάπυρο με πλούσια εικονογράφηση και συνόδευαν τον νεκρό στον τάφο. Προέρχεται, με πολλές παραλλαγές, από τα Κείμενα των… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρονικό βιβλίο — Βλ. λ. βιβλίο …   Dictionary of Greek

  • ημερολογίου, βιβλίο — Λογιστικό βιβλίο, στο οποίο σημειώνεται κάθε μέρα η κίνηση των εργασιών μιας επιχείρησης. Βλ. λ. λογιστική …   Dictionary of Greek

  • Κουγκέστας βιβλίο — Δημοτική χρονογραφία του 14ου αι. Βλ. λ. Χρονικόν του Μορέως …   Dictionary of Greek

  • Ρέβελ, Βιβλίο Γκαμπριέλ — (Revel, 1910 – 1964). Φιλανδός αρχιτέκτονας. Το 1963 αποφοίτησε από το Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Ελσίνκι. Το 1952 σχεδίασε ένα μεγάλο συγκρότημα ξενοδοχείου και γραφείων στο Ελσίνκι. Η εργασία του αυτή εκφράζει περιστατικά τον φιλανδικό… …   Dictionary of Greek

  • σολομωνική — Βιβλίο με διάφορες οδηγίες για την άσκηση της μαγείας και την καθυπόταξη των δαιμόνων και των πνευμάτων. Το βιβλίο αυτό, του οποίου υπάρχουν πολλές εκδόσεις, πολλοί το θέλουν έργο του Σολομώντα, βασιλιά του Ισραήλ, ο οποίος, σύμφωνα με κάποια… …   Dictionary of Greek

  • Πράξεις των Αποστόλων — Βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που αποτελεί συνέχεια των Ευαγγελίων και αφηγείται τη δράση των Αποστόλων, ιδιαίτερα του Πέτρου και του Παύλου, μετά την ανάληψη του Ιησού. Θέμα του έργου, που έχει μεγάλη σπουδαιότητα από ιστορική και δογματική πλευρά …   Dictionary of Greek

  • Σοφία Σειράχ — Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που γράφτηκε το 190 π.Χ. Συγγραφέας του, σύμφωνα με τον πρόλογο του, είναι ο Ιησούς, γιος του Σειράχ, Ιεροσολημίτης. Το βιβλίο γράφτηκε στην εβραϊκή, αλλά ένας ανιψιός του συγγραφέα, το μετέφρασε στην ελληνική για… …   Dictionary of Greek

  • αγιολόγιο — Βιβλίο που περιέχει τον βίο, τη δράση, τους άθλους και τα μαρτύρια των αγίων της χριστιανικής πίστης. Τα πρώτα α. συντάχθηκαν από Πατέρες της Εκκλησίας (Ιωάννη Δαμασκηνό, Μεγάλο Αθανάσιο, Συμεών Μεταφραστή κ.ά.). Στους κατοπινούς χρόνους βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»