Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βερνικώνω

  • 1 βερνικώνω

    [вэрниконо] р. лакировать, чистить ваксой, гуталином.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βερνικώνω

  • 2 покрывать

    покрывать, покрыть 1) (накрывать) σκεπάζω, καλύπτω 2) (краской) χρωματίζω, μπογιατίζω· βερνικώνω (лаком ) 3) (возместить) καλύπτω· \покрывать издержки производства καλύπτω τα έξοδα της παραγωγής
    * * *
    = покрыть
    1) ( накрывать) σκεπάζω, καλύπτω
    2) ( краской) χρωματίζω, μπογιατίζω; βερνικώνω ( лаком)
    3) ( возместить) καλύπτω

    покрыва́ть изде́ржки произво́дства — καλύπτω τα έξοδα της παραγωγής

    Русско-греческий словарь > покрывать

  • 3 перелакировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перелакированный,
    βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξαναβερνικώνω, ξαναστιλβώνω, ξα-ναλουστράρω.
    2. βερνικώνω (όλα, πολλά)•

    перелакировать всю мебель βερνικώνω όλα τα έπιπλα.

    Большой русско-греческий словарь > перелакировать

  • 4 покрывать

    1. (накрывать) καλύπτω, σκεπάζω, επικαλύπτω, κουκουλώνω 2. (возмещать) καλύπτω 3. (накладывать на какую-л. поверхность тонкий слой какого-л. вещества) σκεπάζω, (επ)αλείφω
    - лаком βερνικώνω (ξεν.)
    4. (обивать наружную поверхность чего-л.) ντύνω, επενδύω 5. (заполнять чем-л. по поверхности) καλύπτω, γεμίζω 6. (окутывать, охвачивать) σκεπάζω 7. (распростра-няться по поверхности чего-л., выступать на поверхность чего-л.) καλύπτω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрывать

  • 5 лакировать

    лакир||ова́ть
    несов βερνικωνω, στιλβῶ.

    Русско-новогреческий словарь > лакировать

  • 6 накладывать

    накладывать
    несов
    1. (на что-л.) θέτω, βάζω, ἐπιθέτω:
    \накладывать компресс βάζω κομπρέσσα· \накладывать повязку ἐπιδένω· \накладывать лак βερνικώνω· \накладывать краску μπογιατίζω, χρωματίζω· \накладывать печать βάζω σφραγίδα·
    2. γεμίζω (наполнять)/ φορτώνω (нагружать)· ◊ \накладывать отпечаток На кого-л., на что́-л. ἀφήνω ἰχνη σέ κάποιον, σέ κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > накладывать

  • 7 начищать

    начищать
    несов (до блеска) γυαλίζω, στιλβώνω, λουστράρω, βερνικώνω καλά:
    \начищать самовар καθαρίζω καλά τό σαμοβάρν \начищать башмаки́ γιαλίζω καλα τά παπούτσια

    Русско-новогреческий словарь > начищать

  • 8 лакировать

    [λακιραβάτ'] ρ. βερνικώνω

    Русско-греческий новый словарь > лакировать

  • 9 лакировать

    [λακιραβάτ'] ρ βερνικώνω

    Русско-эллинский словарь > лакировать

  • 10 ваксить

    -кшу, -кшишь, ρ.δ.μ.
    βερνικώνω τα παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > ваксить

  • 11 залакировать

    -руга, -руешь
    ρ.σ.μ. βερνικώνω, στιλβώνω.
    βερνικώνομαι

    Большой русско-греческий словарь > залакировать

  • 12 лак

    α.
    βερνίκι, λάκα•

    покрывать -ом βερνικώνω.

    || λάμψη, στι?ιπνότητα, γυαλάδα.

    Большой русско-греческий словарь > лак

  • 13 лакировать

    -руга, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. лакированный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. βερνικώνω• λουστράρω.
    2. μτφ. ωραιοποιώ, εξωραΐζω, παρουσιάζω κάτι ωραίο χωρίς να είναι•

    лакировать действительность ωραιοποιώ την πραγματικότητα.

    βερνικώνομαι•

    это дерево хорошо -ется αυτό το ξύλο βερνικώνεται καλά.

    Большой русско-греческий словарь > лакировать

  • 14 нанести

    -есу, -есшь, παρλθ. χρ. нанс, -сла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нансший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нанесенный, βρ: -сн, -сена, -сено ρ.σ.μ.
    1. φέρω (πολύ ή πολλά)•

    нанести подарков φέρω δώρα•

    нанести в дом грязи на сапогах φέρω στο σπίτι πολλή λάσπη με τις μπότες.

    2. (για νερό, άνεμο κλπ.) συσσωρεύω παρασύροντας•

    ветер нанс сугроб ό άνεμος σχημάτησε χιονοστιβάδα•

    на реке -лб мель στο ποτάμι σχημστίστηκε σύρτη.

    || (για ήχο, μυρουδιά κ.τ.τ.) φέρω, παρασύρω• φτάνω.
    3. προσκρούω παρασυρόμενος.
    4. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, έρχομαι.
    5. (επ)αλείφω, (επι)χρίω περνώ στρώμα•

    нанести смазочное масло на деталь αλείφω με γράσο το εξάρτημα•

    нанести лак βερνικώνω•

    нанести краски на полотно βάφω ύφασμα.

    6. σημειώνω, σημαδεύω, επισημαίνω•

    нанести на карту направление новой дороги σημειώνω στο χάρτη την κατεύθυνση του. νέου δρόμου.

    || αποτυπώνω, σχεδιάζω, φτιάχνω•

    нанести рисунок на ткань φτιάχνω σχέδιο στο ύφασμα.

    7. (μαζί με ουσ. σχηματίζει ρ. με σημ. από το ουσ.)• нанести рану τραυματίζω•

    нанести удар χτυπώ (καταφέρω χτύπημα)•

    нанести оскорбление, обиду προσβάλλω•

    нанести вред, урон βλάπτω•

    нанести поражение νικώ.

    || προξενώ, προκαλώ•

    нанести потери προξενώ απώλειες•

    нанести ущерб προξενώ ζημιά.

    8. (για πτηνά) ωοτοκώ, γεννώ, φέρω.
    εκφρ.
    нанести визит – επισκέπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > нанести

  • 15 наполировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. полировать.
    2. γυαλίζω, βερνικώνω.

    Большой русско-греческий словарь > наполировать

  • 16 подлакировать

    ρ.σ.μ.
    1. βερνικώνω συμπληρωματικά.
    2. μτφ. ωραιοποιώ, εξωραΐζω.

    Большой русско-греческий словарь > подлакировать

  • 17 покрыть

    -крою, -кроешь ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• επενδύω, ντύνω• επιστρώνω, επικαλύπτω•

    покрыть стол скатертью σκεπάζω το τραπέζι, με το τραπεζομάντηλο•

    покрыть дом черепичей σκεπάζω το σπίτι με κεραμίδια•

    покрыть сундук железом ντύνω το σεντούκι, με πάφιλα•

    покрыть соломом αχυροσκεπάζω•

    покрыть голову платком σκεπάζω το κεφάλι με το μαντήλι.

    2. αλείφω•

    покрыть картину лаком βερνικώνω τον πίνακα (εικόνα)•

    покрыть краской σκεπάζω με χρώμα.

    || εμποδίζω την όραση, όψη, τη θέα•

    тучи -ли нбо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό•

    -мглой καλύπτω με σκοτάδι•

    мрак -ыл землю σκοτάδι σκέπασε τη γη•

    покрыть голос кого, чего καλύπτω (υπερβάλλω) τη φωνή άλλου.

    3. αντισταθμίζω, ισοφαρίζω•

    -расходы καλύπτω τα έξοδα•

    покрыть дефицит καλύπτω το έλλειμμα.

    4. κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω•

    покрыть преступников κρύβω τους εγκληματίες•

    покрыть сообщников κρύβω τους συνεργούς.

    5. διανύω απόσταση.
    6. (χαρτπ.) σκεπάζω, χτυπώ, βαρώ, νικώ.
    7. μαλώνω.
    8. (για ζώα) οχεύω, βατεύω.
    εκφρ.
    покрыть аплодисментами – καταχειροκροτώ•
    покрыть позором (презрением, стыдом) – καταντροπιάζω, ρεζιλεύω, εξευτελίζω•
    покрыть славой – καλύπτω με δόξα•
    - ыто тайной – καλύπτεται με μυστήριο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. покрыть одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα•

    нбо -лось тучами ο ουρανός συννέφιασε•

    покрыть морщинами -γεμίζω ρυτίδες•

    покрыть пеной σκεπάζομαι με αφρό•

    голос -лся шумом η φωνή σκεπάστηκε από το θόρυβο•

    дефицит -ется το έλλειμμα θα καλυφθεί.

    Большой русско-греческий словарь > покрыть

  • 18 эмалировать

    -рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. эмалированный, βρ: -ван, -а, -о
    εφυαλώνω, σμαλτώνω, βερνικώνω.
    εφυαλώνομαι, σμαλτώνομαι, βερνικώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > эмалировать

См. также в других словарях:

  • βερνικώνω — βερνικώνω, βερνίκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βερνικώνω — 1. αλείφω μια επιφάνεια με βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω 2. φρ. (για πρόσωπα) «κέρατο βερνικωμένο» δύστροπος, κακός, αντιπαθητικός …   Dictionary of Greek

  • βερνικώνω — ωσα, βερνικωμένος 1. καλύπτω μια επιφάνεια με βερνίκι αλείφοντάς το, λουστράρω: Πρέπει να βερνικώσω όλες τις πόρτες για να μη σαπίσουν. 2. φρ., «κέρατο βερνικωμένο», ο δύστροπος, ο αντιπαθητικός άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβερνίκωτος — η, ο [βερνικώνω] 1. αυτός που δεν έχει επιχριστεί με βερνίκι, αλουστράριστος, αγυάλιστος 2. (για πρόσωπα που δεν κρατούν τα προσχήματα) «μούτρα αβερνίκωτα», δηλ. αναιδή, ξετσίπωτα …   Dictionary of Greek

  • μπογιατίζω — και μπογιαντίζω 1. βάφω, χρωματίζω με ελαιοχρώματα ή υδροχρώματα 2. (σχετικά με υποδήματα) επαλείφω με βερνίκι, βερνικώνω, στιλβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boyadim, αόρ. τού boyamak] …   Dictionary of Greek

  • υαλοβερνίκωση — η, Ν τεχνολ. επάλειψη πήλινων κυρίως αντικειμένων με υαλοβερνίκωμα προκειμένου να καταστούν υδατοστεγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + βερνικώνω] …   Dictionary of Greek

  • γυαλίζω — γυάλισα, γυαλίστηκα, γυαλισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι λείο, λουστράρω, βερνικώνω: Γυάλισα το πάτωμα. 2. αμτβ., λάμπω, ακτινοβολώ: Γυαλίζουν τα μάτια της μόλις βλέπει κοσμήματα. 3. μτφ., δελεάζω κάποιον με χρήματα: Αν του γυαλίσεις κάτι, θα σου πει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουστρίζω — λούστρισα, γυαλίζω, βερνικώνω, λουστραρίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουστραρίζω — λουστράρισα, λουστραρισμένος, και λουστράρω λούστραρα (λ. ιταλ.), γυαλίζω, βερνικώνω: Ο επιπλοποιός λουστράρισε την τραπεζαρία μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»