-
1 βελτιώνω
[вэлтионо] р. улучшать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βελτιώνω
-
2 мелиорировать
βελτιώνω/αρδεύω εδάφη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мелиорировать
-
3 улучшать
βελτιώνω, καλυτερεύω-ся βελτιώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > улучшать
-
4 усовершенствовать
βελτιώνω, τελειοποιώ, τροποποιώ, καλυτερεύωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усовершенствовать
-
5 повысить
-
6 отрабатывать
1. (норму, время, срок и т.п.) συμπληρώνω, εκπληρώνω 2. (конструк-цию, технологию) βελτιώνω, αναπτύσσω 3. (в различных значениях в сервосистемах, ЭВМ и т.п.) δοκιμάζω/ελέγχω την ανταπόκρισηсхема - ет на закрытие заслонки το κύκλωμα ανταποκρίνεται στο κλείσιμο του διαφράγματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрабатывать
-
7 улучшать
улучшать, улучшить καλυτερεύω, βελτιώνω \улучшаться καλυτερεύω; погода улучшилась о καιρός βελτιώθηκε* * *= улучшитьκαλυτερεύω, βελτιώνω -
8 облегчить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облегченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.1. ελαφρύνω, -ώνωоблегчить ношу ελαφρώνω το φορτίο (το βάρος). || ξαλαφρώνω, μειώνω το βάρος.2. απλοποιώ.3. βελτιώνω, καλυτερεύω•облегчить условия труда καλυτερεύω τις συνθήκες εργασίας•
положение βελτιώνω την κατάσταση.
|| μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, καταπραΰνω•облегчить боль μαλακώνω τον πόνο.
1. ελαφρώνομαι, ελαφρώνω• μειώνομαι.2. γίνομαι πιο εύκολος• καλυτερεύω, βελτιώνομαι•работа -лась η δουλειά έγινε πιο εύκολη.
3. μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζομαι.4. αποπατώ, ξαλαφρώνω. -
9 повысить
1. (сделать более высоким) ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω 2. (усилить, увеличить) αυξάνω, μεγαλώνω, αναπτύσσω, δυναμώνω 3. (улучшить, усовершенствовать)αναβαθμίζω, βελτιώνω, καλυτερεύω 4. (перевести на более ответственную должность) προάγω, προβιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > повысить
-
10 положение
1. (расположение в пространстве, местонахождение) η θέση, το στίγμα 2. (место, роль отдельного человека в обществе) η θέση 3. (состояние, обусловленное какими-л. обстоятельствами) η κατάστασ/ηфинансовое - см. экономическое -4. (обстановка общественной жизни) η κατάσταση 5. (свод правил, законов по определенному вопросу) о κανονισμός, о κώδικας 6 (утверждение, мысль, тезис) η θέση, το αξίωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > положение
-
11 производительность
1. (интенсивность труда) η παραγωγικότητα 2. (объём производства) η παραγωγ/ή 3. (потенциал, возможности) η απόδοση, η ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > производительность
-
12 рационализировать
рационализ||и́роватьсов и несов ὁργανώνω ὁρθολογιστικά, βελτιώνω. -
13 улучшать
улучш||а́тьнесов καλλιτερεύω (μετ.), βελτιώνω. -
14 усовершенствовать
усовершенствова||тьсов τελειοποιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω. -
15 рационализировать
[ρατσυαναλιζίραβατ'] ρ. βελτιώνω, οργανώνω -
16 рационализировать
[ρατσυαναλιζίραβατ'] ρ βελτιώνω, οργανώνω -
17 рационализировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. τελειοποιώ• βελτιώνω (σε ορθολογιστική βάση).τελειοποιούμαι, βελτιώνομαι σε ορθολογιστική βάση. -
18 улучшить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улучшенный, βρ: член, -а, -оρ.σ.μ. καλυτερεύω, βελτιώνω•улучшить работу καλυτερεύω την εργασία•
улучшить здоровье καλυτερεύω την υγεία-улучшить качество продукции καλυτερεύω την ποιότητα της παραγωγής.
καλυτερεύω, βελτιώνομαι•погода -лась ο καιρός καλυτέρευσε•
положение -лось η κατάσταση βελτιώθηκε.
См. также в других словарях:
βελτιώνω — βελτιώνω, βελτίωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βελτιώνω — (AM βελτιῶ, όω) [βελτίων] καθιστώ κάποιον ή κάτι καλύτερο, καλυτερεύω … Dictionary of Greek
βελτιώνω — ίωσα, ιώθηκα, βελτιωμένος, καλυτερεύω, διορθώνω κάτι: Η κατάσταση της υγείας του έχει βελτιωθεί πολύ τώρα τελευταία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλυτερεύω — (Μ καλυτερεύω) 1. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, διορθώνομαι, βελτιώνομαι, βελτιώνω τη θέση μου 2. (αμτβ.) πηγαίνω καλύτερα στην υγεία μου νεοελλ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, βελτιώνω, διορθώνω («προσπαθεί να καλυτερέψει την τύχη του»).… … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek
αβελτίωτος — η, ο [βελτιώνω] αυτός που δεν έχει βελτιωθεί ή αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωση … Dictionary of Greek
αναβαθμίζω — 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο 2. εξυψώνω, βελτιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω υποβάθμιση, διαβαθμίζω διαβάθμιση] … Dictionary of Greek
ανακαινίζω — (Α ἀνακαινίζω) μσν. νεοελλ. 1. κάνω και πάλι καινούργιο κάτι που πάλιωσε, ανανεώνω, επισκευάζω 2. (για ναούς) ανοικοδομώ νεοελλ. μεταρρυθμίζω προς το καλύτερο, βελτιώνω αρχ. μσν. κάνω κάτι να αναβιώσει, αναζωπυρώνω, ξαναζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αναπλάθω — (Α ἀναπλάσσω και ττω) πλάθω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω διαμορφώνω προς το καλύτερο, αναμορφώνω, βελτιώνω (Εκκλ.) μέσ.αναγεννιέμαι με το βάπτισμα νεοελλ. 1. αναμορφώνω κάποιον ηθικά, τού δίνω νέα ηθική κατεύθυνση 2 … Dictionary of Greek
αναχωνεύω — (Α ἀναχωνεύω) (σε μέταλλα) τήκω πάλι, ξαναχωνεύω αρχ. ξαναγεννώ, (με έννοια ηθική) αναγεννώ, βελτιώνω … Dictionary of Greek
βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… … Dictionary of Greek