-
1 βαφτισιμιό
[вафтисимья] ουσ. 0. крестница.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βαφτισιμιό
См. также в других словарях:
βαφτισιμιός, -ιά, -ιό — βαφτισιμιός, ο θηλ. ιά ο αναδεξιμιός: Τα Χριστούγεννα πάντα αγοράζω δώρα για το βαφτισιμιό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)