-
1 βασίζω
[васизо] р. основывать, обосновывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βασίζω
-
2 базировать
βασίζω, στηρίζω-ся εδρεύω, εδράζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > базировать
-
3 обосновать
-
4 базировать
базироватьнесов βασίζω, στηρίζω. -
5 обосновать
обосноватьсов, обосновывать несов (ύπο)στηρίζω, βασίζω, ἀποδεικνύω μέ ἐπιχειρήματα \обосноватьси (обживаться, устраиваться) ἐγκαθίσταμαι, ἐγκατασταίνομαι. -
6 основ
основ а ж1. ἡ βάση [-ις]:положить в \основу βάζω στή βάση, βασίζω, στηρίζω· принимать за \основу παίρνω σάν βάση, ἀποδέχομαι ὡς βάσιν закладывать \основы βάζω τίς βάσεις· на \основе чего-л. ἐπί τῆ βάσει·2. \основы мн. οἱ βάσεις:\основы марксизма-ленини́зма οἱ βάσεις τοῦ μαρξισμοῦ-λε-νινισμοῦ·3. текст. ὁ στήμων, τό στημό-νι:набивка \основы τό στημόνιασμα·4. лингв. τό θέμα. -
7 основывать
основыватьнесов1. ίδρύω, θεμελιώνω·2. (обосновывать) βασίζω, στηρίζω:это нн на чем не основано αὐτό δέν στηρίζεται πουθενά. -
8 хлестать
хлестатьнесов1. μαστιγώνω, χτυπώ (тж. о дожде и т. ἡ.)/ βασίζω (прутом):ветер хлещет в лицо́ ὁ ἀέρας χτυπδ στό πρόσωπο· дождь хлещет ἡ βροχή πέφτει ραγδαία·2. (выливаться с силой) ξεπηδώ, ἀναβλύζω, χύνομαι ὁρμητικά:кровь хлещет из раны ἀπό τήν πληγή ἀναβλύζει αίμα·3. (пить) груб. πίνω πολύ:\хлестать во́дку κατεβάζω ἕνα περί-δρομο βότκα. -
9 обосновывать
[αμπασνόβυβατ'] ρ. βασίζω -
10 обосновывать
[αμπασνόβυβατ'] ρ βασίζω -
11 базировать
-рую, -руешь, ρ.δ.μ.βασίζω, στηρίζω• εγκατασταίνω.βασίζομαι, στηρίζομαι• εγκατασταίνομαι, τοποθετούμαι. -
12 документировать
-рую, -руешь, ρ.δ. и.σ. βασίζω, στηρίζω σε έγγραφα. -
13 обосновать
-ную, -нушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обоснованный, βρ: -вал, -а, -оρ.σ.μ. βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, εδραιώνω• αιτιολογώ.εγκατασταίνομαι, εδραιώνομαι•армейский отряд -лся в селе το στρατιωτικό τμήμα εγκαταστάθηκε στο χωριό.
-
14 основать
-ную, -нушь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. основанный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.ανεγείρω, ιδρύω, φτιάχνω•основать город ιδρύω πόλη•
основать больницу φτιάχνω νοσοκομείο.
|| μτφ. βασίζω, στηρίζω•вы на чём -ли это предположение? σε τι στηρίξατε αυτή την εικασία;
ανεγείρομαι, ιδρύομαι, χτίζομαι, γίνομαι. || εγκατασταίνομαι•он -лся прочно на новом доме αυτός εγκαταστάθηκε μόνιμα στο καινούριο σπίτι.
-
15 подкрепить
ρ.σ.μ.1. υποστηρίζω, στερεώνω, κρατώ, βαστώ με υποστήριγμα•подкрепить стену подпоркой στεργιώνω τον τοίχο με υποστήριγμα.
2. (εν) δυναμώνω, ενισχύω. || τονώνω. || βασίζω.ενισχύομαι, δυναμώνω. || τονώνομαι. -
16 строить
строить 1строго, строишьρ.δ.1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•строить дом χτίζω σπίτι•
строить мост φτιάχνω γεφύρι.
|| κατασκευάζω•строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.
|| ράβω (ένδυμα).2. μτφ. δημιουργώ•строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.
3. σχεδιάζω•строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.
4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•строить фразу συντάσσω φράση•
репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•
строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•
он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,
5. βασίζω, στηρίζω•строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.
6. κάνω•строить гримасы μορφάζω•
строить шутки κάνω αστεία.
7. συντάσσω•строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.
8. παλ. μουσ. κουρντίζω.εκφρ.строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•-лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.
5. βασίζομαι, στηρίζομαι.6. συντάσσομαι (στηγραμμή).строить 2строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строеноρ.σ.μ.τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές.
См. также в других словарях:
βασίζω — βασίζω, βάσισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βασίζω — ισα, ίστηκα, βασισμένος, στηρίζω, δείχνω εμπιστοσύνη: Βασίζω τις ελπίδες μου σε σένα. – Βασίζομαι στο αίσθημα δικαίου σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασίζω — Ι. 1. στηρίζω κάτι σε ορισμένη βάση, θεμελιώνω II. ( ομαι) 1. στηρίζομαι σε κάποια εγγύηση 2. έχω ελπίδα, πεποίθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις( η). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] … Dictionary of Greek
αβάσιστος — η, ο [βασίζω] 1. αυτός που δεν έχει βάση, αθεμελίωτος, αστερέωτος, αστήριχτος, ασταθής 2. αβέβαιος, αμφίβολος 3. επιπόλαιος, άστατος … Dictionary of Greek
εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από … Dictionary of Greek
επαπερείδομαι — ἐπαπερείδομαι (Α) 1. ακουμπώ, στηρίζομαι πάνω σε κάτι 2. βασίζω κάτι κάπου 3. αναλαμβάνω, το βάρος, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + από + ερείδομαι «στηρίζομαι»] … Dictionary of Greek
στηρίζω — ΝΜΑ 1. κάνω κάτι σταθερό, ακλόνητο, εδραίο, στερεώνω, υποβαστάζω (α. «στήριξαν τον τοίχο με δοκάρια και δεν έπεσε» β. «Ζεὺς στήριξε κατὰ χθονός», Ησίοδ.) 2. (μέσ. και παθ.) στηρίζομαι α) ακουμπώ σταθερά σε κάτι, στέκομαι σε σταθερό υπόβαθρο (α.… … Dictionary of Greek
ελπίζω — έλπισα, μτβ. και αμτβ. 1. προσδοκώ, απαντέχω, έχω καλές ελπίδες για το μέλλον: Δεν έπαψα ποτέ να ελπίζω. 2. (με τελική ή ειδική πρόταση), θεωρώ πιθανό, φαντάζομαι, πιστεύω: Ελπίζω να συνεννοηθήκαμε. ― Ελπίζω ότι θα γίνει καλά σύντομα. 3. (με την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηρίζω — στήριξα, στηρίχτηκα, στηριγμένος 1. στερεώνω, κάνω κάτι σταθερό: Στήριξαν τη γέφυρα. 2. βασίζω: Η άποψή σου δε στηρίζεται σε σωστά επιχειρήματα. 3. υποβοηθώ κάποιον να σταθεί ή να ξεπεράσει κάποιες δυσκολίες: Η αντιπολίτευση στήριξε την κυβέρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)