-
1 βαρκάρης
[варкарис] ουσ. а. лодочник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βαρκάρης
-
2 лодочник
-
3 лодочник
лодочн||икм ὁ βαρκάρης, ὁ λεμβοῦ-χος. -
4 перевозчик
перевоз||чикм ὁ περάτης, ὁ πορθμεύς (на пароме и т. п.) I ὁ βαρκάρης, ὁ λεμβοῦ-χος (на лодке). -
5 лодочник
[λόντατσνικ] ουσ. α βαρκάρης -
6 лодочник
[λόντατσνικ] ουσ α βαρκάρης -
7 лодочник
-а α.βαρκάρης, βαρκαδόρος, λεμβούχος.
См. также в других словарях:
βαρκάρης — ο (θηλ. βαρκάρισσα, η) ο ιδιοκτήτης της βάρκας ή αυτός που την κατευθύνει … Dictionary of Greek
βαρκάρης — ο θηλ. βαρκάρισσα ο ιδιοκτήτης της βάρκας: Πολλοί είναι βαρκάρηδες στα παραθαλάσσια χωριά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
λεμβούχος — ο 1. ο ιδιοκτήτης και κυβερνήτης λέμβου, ο βαρκάρης 2. μεγάλη κεραία τοποθετημένη οριζόντια σε καθεμιά από τις δύο πλευρές τού πλοίου για την ανάρτηση λέμβου από αυτήν, αλλ. βαρδαλάντζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κληρ ούχος,… … Dictionary of Greek
Κάγες — (Kayes). Πόλη (78.400 κάτ. το 1998) του Mάλι, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (1.506.100 κάτ. το 1998). Η Κ., πρωτεύουσα της χώρας έως το 1908, είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του άνω ρου του Σενεγάλη, στο σημείο όπου ο ποταμός… … Dictionary of Greek
πορθμέας — ο αυτός που περνά ανθρώπους και πράγματα από τη μια ακτή στην άλλη, αλλ. περάτης, βαρκάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)