Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

βαρείᾳ

  • 1 Visit

    subs.
    P. and V. εἴσοδος, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.) (Thuc. 8, 54), φοιτᾶν (παρ, acc. or πρός, acc.), προσέρχεσθαι πρός (acc.), P. ἐπιφοιτᾶν (εἰς, acc.), Ar. and V. εἰσφοιτᾶν (acc.).
    Come and see: P. and V. ἐπισκοπεῖν (acc.).
    Go around: Ar. and P. περιέρχεσθαι (acc.).
    Haunt: P. and V. φοιτᾶν (εἰς, acc. or ἐπ, acc.), V. ἐνστρέφειν (Eur., Ion, 300).
    Visit a patient: P. εἰσέρχεσθαι (dat.) (Dem. 307).
    Visit with punishment: P. and V. μετέρχεσθαι, V. ἐπεξέρχεσθαι, ἐπέρχεσθαι; see Punish.
    The anger of the goddess hath visited you: V. ὀργαὶ δʼ ἔς σʼ ἀπέσκηψαν θεᾶς (Eur., Hipp. 438).
    Had I not visited my comrades' murder on you: V. εἰ μή σʼ ἑταίρων φόνον ἐτιμωρησάμην (Eur., Cycl. 695).
    How soon the goddesses have visited your mother's blood upon you: V. ὡς ταχὺ μετῆλθόν σʼ αἷμα μητέρος θεαί (Eur., Or. 423).
    Visit anger on the city: V. ἐπιρρέπειν μῆνιν πόλει (Æsch., Eum. 888); see Vent.
    I will visit this land with my wrath: V. βαρεῖα χώρᾳ τῇδʼ ὁμιλήσω (Æsch., Eum. 720).
    Be visited with, haunted by: P. and V. συνεῖναι (dat.), συνέχεσθαι (dat.).
    A couch not visited by dreams: V. εὐνὴ ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένη (Æsch., Ag. 13).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Visit

См. также в других словарях:

  • βαρεία — βαρείᾱ , βαρύς heavy in weight fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείᾳ — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βαρειά — Sp Varijà Ap Βαρειά/Vareia L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βαρεία — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 1.254 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 137 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας… …   Dictionary of Greek

  • βαρεῖα — βαρύς heavy in weight fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείας — βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρείᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρείαι — βαρείᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • Вария — (ц. сл. греч. Βαρεία) тяжелое ударение (gravis) термин, заимствованный из греческой грамматики в церковно славянскую и представляющий совершенно ненужную пересадку, из подражания. С. Булыч …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»