-
1 βαμβάκι
[вамваки] ουσ. о. хлопок.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βαμβάκι
-
2 вата
ва́т||аж ἡ βάτα, τό καθαρό βαμβάκι:гигроскопическая \вата τό ὑδρόφιλο βαμβάκι, ὁ ὑδρόφιλος βάμβαξ; на \ватае μέ βάτα, μέ βαμβάκι. -
3 хлопок
хлопок м το μπαμπάκι, το βαμβάκι; \хлопок-сырец το ακατέργαστο μπαμπάκι* * *мτο μπαμπάκι, το βαμβάκιхло́пок-сыре́ц — το ακατέργαστο μπαμπάκι
-
4 вата
το βαμβάκιο βάμβαξминеральная - ο ορυκτοβάμβακας, ο πετροβάμβακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вата
-
5 хлопок
το βαμβάκι, ο βάμβακαςочищать - εκκο-κίζω/καθαρίζω το -убирать - μαζεύω/συλλέγω το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хлопок
-
6 бумага
бума́г||а Iж1. τό χαρτί, ὁ χάρτης:почтовая \бумага τό χαρτί τής πόστας, ὁ ἐπιστολικός χάρτης, τό χαρτί ἐπιστολογραφίας; папиросная \бумага τό τσιγαρόχαρτο; наждачная \бумага τό σμυριδόχαρτο; промокательная \бумага ὁ ἀπορροφητικός χάρτης, τό στυπόχαρτο; оберточная \бумага τό χαρτί περιτυλίγματος, τό στρατσόχαρτο;2. (документ) τό Εγγραφο:послать \бумагаи στέλνω τάέγγραφα; 3.:ценные \бумагаи τά χρεώγραφα-◊ на \бумагае (формально) στά χαρτιά, τυπικά.бума́г||а IIж (нитки, ткань) τό βαμβάκι, ὁ βάμβαξ:шерсть с \бумагаой τό μαλ-λοβάμβακο. -
7 ватный
ватн||ыйприл ἀπό βαμβάκι, ἀπό βάτα:\ватныйое одеяло τό πάπλωμα. -
8 гигроскопический
гигроскопическийприл ὑγροσκοπικός:\гигроскопическийая вата ὁ ὑγρόφιλος βάμβαξ, τό ὑγροσκοπικό βαμβάκι. -
9 сырец
сырецм τό ἀκατέργαστο[ν] ὑλικό[ν]:шелк-\сырец τό ἀκατέργαστο μετάξι, ἡ ἀκατέργαστη μέταξα· хлопок· \сырец τό ἀκατέργαστο βαμβάκι. -
10 хлопок
хло́пок Iм τό μπαμπάκι, τό βαμβάκι, ὁ βάμβαξ.хлопо́к IIм τό χειροκρότημα, τά παλαμάκια -
11 вата
[βάτα] ουσ. θ. βάτα, καθαρό βαμβάκι -
12 ватный
[βατνύϊ] επ. από βαμβάκι -
13 хлопок
[χλόπακ] ουσ. α. βαμβάκι -
14 вата
[βάτα] ουσ θ βάτα, καθαρό βαμβάκι -
15 ватный
[βατνύϊ] επ από βαμβάκι -
16 хлопок
[χλόπακ] ουσ α βαμβάκι -
17 хлопок
-
18 хлопчатый
επ. -ая бумага παλ. • α) το βαμβάκι (φυτό), β) βαμβακερός (για κλωστή νψσ.αιχα κλπ.).επ.τολυποειδής.
См. также в других словарях:
βαμβάκι — βαμβάκι, το και μπαμπάκι, το 1. το φυτό το οποίο παράγει το βαμβάκι: Στη Θεσσαλία καλλιεργούν μπαμπάκι. 2. η λευκή κλωστική ύλη που βγαίνει από την μπαμπακιά και χρησιμοποιείται, κατάλληλα επεξεργασμένη, στην υφαντουργία, τη φαρμακευτική και για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
ακόκκιστος — η, ο λέγεται για το βαμβάκι που δεν έχει καθαριστεί από τα σπέρματά του π. χ. ακόκκιστο βαμβάκι είναι το σύσπορο βαμβάκι που λαμβάνεται απευθείας από το φυτό τής βαμβακιάς … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek