Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

βαλσάμωμα

См. также в других словарях:

  • βαλσάμωμα — και μπαλσάμωμα, το [βαλσαμώνω] η ταρίχευση με τη χρησιμοποίηση αντισηπτικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • βαλσάμωμα — το η ταρίχευση, η συντήρηση νεκρού ανθρώπου ή ζώου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταριχεία — η, ΝΑ, και ιων. τ. ταριχηΐη Α [ταριχεύω] 1. (κυρίως σχετικά με ψάρια) ταρίχευση, πάστωμα 2. διατήρηση σώματος νεκρού από τη σήψη με κατάλληλα φαρμακευτικά παρασκευάσματα, βαλσάμωμα αρχ. 1. διαβροχή, μούσκεμα 2. στον πληθ. αἱ ταριχεῑαι α)… …   Dictionary of Greek

  • βαλσάμωση — η [βαλσαμώνω] το βαλσάμωμα …   Dictionary of Greek

  • λυθρίδες — (lythraceae). Οικογένεια ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 24 γένη και 500 είδη. Είναι θάμνοι, μικρά φρύγανα ή καλλωπιστικά δέντρα. Τα φύλλα τους είναι απλά, αντίθετα ή κατ’ εναλλαγή, με πολύ μικρό –ή και χωρίς– μίσχο. Τα άνθη τους είναι …   Dictionary of Greek

  • μπαλσάμωμα — το βλ. βαλσάμωμα …   Dictionary of Greek

  • ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… …   Dictionary of Greek

  • ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • βαλσάμωση — η βλ. βαλσάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταρίχευση — η 1. η διατήρηση κρεάτων και ψαριών με αλάτισμα, το πάστωμα. 2. η διαφύλαξη σώματος νεκρού από τη σήψη με φάρμακα, βαλσάμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»