-
1 глубокий
βαθύς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глубокий
-
2 grave
βαθύς -
3 profond
βαθύς -
4 důkladný
βαθύς -
5 deep
βαθύς -
6 głęboki
βαθύς -
7 gruntowny
βαθύς -
8 deep
[di:p] 1. adjective1) (going or being far down or far into: a deep lake; a deep wound.) βαθύς2) (going or being far down by a named amount: a hole six feet deep.) βαθύς3) (occupied or involved to a great extent: He is deep in debt.) αναμεμειγμένος, `βουτηγμένος`4) (intense; strong: The sea is a deep blue colour; They are in a deep sleep.) βαθύς,έντονος5) (low in pitch: His voice is very deep.) βαθύς,μπάσος2. adverb(far down or into: deep into the wood.) βαθιά- deepen- deeply
- deepness
- deep-freeze 3. verb(to freeze and keep (food) in this.) καταψύχω- deep-sea- in deep water -
9 глубокий
глубокий в разн. знач. βαθύς \глубокийое озеро η βαθιά λίμνη \глубокийая тарелка το βαθύ πιάτο \глубокийая старость τα βαθιά γεράματα \глубокийая осень το προ χωρημένο φθινόπωρο \глубокийая ночь η βαθιά νύχτα* * *в разн. знач.глубо́кое о́зеро — η βαθιά λίμνη
глубо́кая таре́лка — το βαθύ πιάτο
глубо́кая ста́рость — τα βαθιά γεράματα
глубо́кая о́сень — το προχωρημένο φθινόπωρο
глубо́кая ночь — η βαθιά νύχτα
-
10 глубоководный
глубоководн||ыйприл μέ βαθειά νερά, βαθύς, βαθύΰδρος:\глубоководныйая река ὁ βαθύς ποταμός· \глубоководныйые рыбы οἱ ἀβυσσαίοι ίχθείς, τά ψάρια τοῦ βυθοῦ. -
11 углубленный
углуб||ленныйприл1. βαθύς·2. (углубившийся во что-л.) βυθισμένος, ἀπορροφημένος·3. (основательный) βαθύς. -
12 глубокий
επ., βρ: -бок, -бока, -боко; глубже, глубочайший βαθύς•глубокий колодец βαθύ πηγάδι•
-ая река βαθύ ποτάμι•
-ие морщины βαθιές ρυτίδες•
-ая вспашка βαθύ όργωμα•
-ие корни βαθιές ρίζες•
глубокий вздох βαθύ αναστέναγμα•
глубокий вдох βαθιά εισπνοή•
-ие знания βαθιές γνώσεις•
глубокий траур βαθύ (βαού) πένθος•
-ая таина βαθύ μυστικό, απόρρητο•
-ое молчание βαθιά (νεκρική) σιγή•
глубокий сон βαθύς ύπνος•
-ая старость βαθιά γεράματα•
глубокий мрак βαθύ σκοτάδι (ζόφος, έρεβος)•
в -ой древности στα πολύ παλιά χρόνια.
εκφρ.глубокий взгляд ή взор – διαπεραστική (εκφραστική) ματιά, βλέμμα•глубокий поклон – βαθιά υπόκλιση•глубокий голос – βαθιά φωνή•старик – ο υπέργηρος, γερομπαμπαλής•- ая старуха – μπαμπόγρια. -
13 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής. -
14 густой
επ., βρ: густ, густа, густо; гуще.1. πυκνός•-ые волосы πυκνά μαλλιά•
-ая листва πυκνό φύλλωμα•
-ые облака πυκνά σύννεφα.
2. πηχτός•густой сироп πηχτό σιρόπι.
|| (για χρώμα) βαθύς•густой цвет βαθύ χρώμα.
3. (για φωνή, ήχο) χαμηλός, βαρύς, βαθύς. -
15 глубоководный
του βυθού, βαθύς, βαθέων υδάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глубоководный
-
16 цвета пожалости
мет. οι χρωματισμοί οφειλόμενοι σε οξείδιαтемпература θερμοκρασία(°С)260-пурпурный πορφυρόχρωμος, πορφυρούς330-350-светло-серый σταχτόχρωμος/ τεφρόχρουςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цвета пожалости
-
17 беспробудный
беспробудныйприл βαθύς, συνεχής, διαρκής; ◊ \беспробудный пьяница τό μπεκρόμουτρο, ὁ μπεκρούλιακας. -
18 вздох
вздохм ὁ ἀναστεναγμός:глубокий \вздох ὁ βαθύς ἀναστεναγμός· ◊ испустить последний \вздох ἐκπνέω, πεθαίνω· до последнего \вздоха μέχρι τελευταίας (εσχάτης) πνοής. -
19 глубокий
глубок||ийприл в разн. знач. βαθύς:\глубокий-ая тарелка τό βαθύ πιάτο· \глубокийая о́сень τό βαθύ φθινόπωρο· \глубокийая старость τό βαθύ γήρας, τά βαθειά γεράματα· \глубокийое чу́встео τό βαθύ αίσθημα· \глубокийое невежество ἡ παχυλή ἀμάθεια· \глубокийое безразличие ἡ πλήρης ἀδιαφορία· \глубокий мрак τό πηχτό σκοτάδι· \глубокийая тишина ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· \глубокий тыл τά βαθειά μετόπισθεν производить \глубокийое впечатление κάνω βαθειά ἐντύπωση· до \глубокийой но́чи μέχρι βαθείας νυκτός· в \глубокийой древности στά πολύ παληά χρόνια, στήν ἀρχαιότητα. -
20 глубокомысленный
глубокомысл||енныйприл βαθύς, βα-θύνους, βαθυστόχαστος.
См. также в других словарях:
βαθύς — deep masc nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
βαθύς, -ιά, -ύ — 1.που έχει βάθος: Τον κατάπιε η βαθιά θάλασσα. 2. βαρύς, ληθαργικός: Έπεσε σε βαθύ ύπνο. 3. μεγάλος, πλήρης: Ξέσπασε βαθιά πολιτική κρίση. 4. προχωρημένος χρονικά: Έζησε ως τα βαθιά γεράματα. 5. σκούρος, σκοτεινός: Βαθύ πράσινο χρώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθέα — βαθύς deep fem nom/voc sg (epic ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαθέᾱ , βαθύς deep fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτάτω — βαθύς deep masc/neut nom/voc/acc dual βαθύς deep masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτάτων — βαθύς deep fem gen pl βαθύς deep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτάτως — βαθύς deep adverbial βαθύς deep masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτέρω — βαθύς deep masc/neut nom/voc/acc dual βαθύς deep masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυτέρων — βαθύς deep fem gen pl βαθύς deep masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ — βαθύς deep masc voc sg (ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύτατον — βαθύς deep masc acc sg βαθύς deep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)