Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βίᾳ

  • 1 violence

    βία

    Dictionnaire Français-Grec > violence

  • 2 násilnost

    βία

    Česká-řecký slovník > násilnost

  • 3 prudkost

    βία

    Česká-řecký slovník > prudkost

  • 4 violence

    βία

    English-Greek new dictionary > violence

  • 5 gwałtowność

    βία

    Słownik polsko-grecki > gwałtowność

  • 6 przemoc

    βία

    Słownik polsko-grecki > przemoc

  • 7 şiddet

    βία, βαναυσότητα, βιαιότητα, αυστηρότητα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > şiddet

  • 8 насилие

    ουδ.
    1. βία, βιασμός, βιοπραγία•

    следы -я на теле ίχνη βιοπραγίας στο σώμα•

    употреблять насилие χρησιμοποιώ (μετέρχομαι) βία•

    применять насилие εφαρμόζω (ασκώ) βία.

    2. επιβολή, καταναγκασμός, εξαναγκασμός. || καταπίεση.
    3. μτφ. βία, ζόρι, στανιό.

    Большой русско-греческий словарь > насилие

  • 9 спех

    -а (-у) α. (απλ.) βία, βιασύνη, βιάση•

    к -у είναι (υπάρχει) βία•

    не к -у δεν υπάρχει καμιά βία.

    Большой русско-греческий словарь > спех

  • 10 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 11 насилие

    насилие с η βία, ο εκβιασμός
    * * *
    с
    η βία, ο εκβιασμός

    Русско-греческий словарь > насилие

  • 12 насилие

    наси́л||ие
    с ἡ βία, ὁ βιασμός, ὁ ἐκβιασμός, ἡ βιαιοπραγία / ὁ καταναγκασμός (принуждение):
    следы \насилиеия τά ἰχνη βίας (εκβιασμού)· применить \насилие μεταχειρίζομαι βία.

    Русско-новогреческий словарь > насилие

  • 13 выколотить

    -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλβ. χρ. выколоченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. βγάζω χτυπώντας•

    выколотить гвоздь из до ски βγάζω καρφί από το ξύλο χτυπώντας το•

    выколотить клин βγάζω τη σφήνα χτυπώντας την.

    || μτφ. αφαιρώ, παίρνω, αποσπώ με τη βία•

    выколотить недоимки παίρνω με τη βια τα υπόλοιπα χρέη•

    выколотить подати αποσπώ δοσίματα.

    2. ξεσκονίζω χτυπώντας (ρούχα, χαλιά).
    3. κερδίζω με μόχθο.
    4. αργάζω•

    выколотить кожу αργάζω δέρμα.

    Большой русско-греческий словарь > выколотить

  • 14 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 15 Storm

    subs.
    P. and V. χειμών, ὁ, Ar. and V. θύελλα, ἡ, τυφώς, ὁ, V. χεῖμα, τό, σκηπτός, ὁ.
    Storm of rain: P. χειμὼν νοτερός; see Shower.
    Storm of wind: P. πολὺς ἄνεμος, ὁ, Ar. and P. πρηστήρ, ὁ (Xen.), V. φυσήματα, τά.
    For reference to storms, see Soph., Ant. 417-421; Thuc. 3, 22.
    met., P. and V. σκηπτός, ὁ, V. χειμών, ὁ.
    Storm ( of troubles): use P. and V. πέλαγος, τό (Plat.), τρικυμία, ἡ (Plat.), V. κλύδων, ὁ.
    Storm of weapons: V. νιφς, ἡ; see Shower.
    Coming forward amid a storm of protest and remonstrance: P. παρελθὼν πρὸς πολλὴν ἀντιλογίαν καὶ σχετλιασμόν (Thuc. 8, 53).
    Be caught in a storm, v.: lit. and met., P. and V. χειμάζεσθαι.
    When the god raises a storm: V. θεοῦ χειμάζοντος (Soph., O. C. 1503).
    Take by storm: P. βίᾳ αἱρεῖν, κατὰ κράτος αἱρεῖν.
    ——————
    v. intrans.
    Rage, be angry: P. and V. ὀργίζεσθαι, θυμοῦσθαι; see under Angry.
    Be mad: P. and V. λυσσᾶν (Plat.), οἰστρᾶν (Plat.), βακχεύειν (Plat.); see under mad.
    Storm against, attack with words, met.: P. and V. ἐπιπλήσσειν, P. καθάπτεσθαι (gen.); see Accuse.
    v. trans. Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.); see Attack.
    Take by storm: P. κατὰ κράτος αἱρεῖν, βίᾳ αἱρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Storm

  • 16 Violence

    subs.
    Force: P. and V. βία, ἡ. V. τὸ καρτερόν, P. βιαιότης, ἡ.
    Rush: Ar. and P. ῥύμη, ἡ.
    Outrage P. V. ὕβρις, ἡ, ὕβρισμα, τό.
    Vehemence: P. σφοδρότης, ἡ.
    By violence, by force: P. and V. βίᾳ, πρὸς βίαν, βιαίως, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος; see under Force.
    Act of violence: V. χείρωμα, τό.
    Do acts of violence, v.: P. χειρουργεῖν. Use
    violence: P. and V. βιάζεσθαι (mid.).
    Suffer violence: P. and V. βιάζεσθαι (pass.).
    Do violence to oneself, kill oneself: P. βιάζεσθαι ἑαυτόν (Plat.).
    Do a violence to, take violent measures against: P. and V. νήκεστόν τι δρᾶν (acc.) (Eur., Med. 283), P. νεώτερόν τι ποιεῖν εἰς (acc.), ἀνήκεστόν τι βουλεύειν περί (gen.).
    Do no violence to: V. δρᾶν μηδὲν... νεώτερον (acc.) (Eur., Rhes. 590), μηδὲν νέον δρᾶν (acc.) (Eur., Bacch. 362).
    Blow with great violence ( of wind): P. μέγας ἐκπνεῖν (Thuc. 6, 104).
    Their escape was due to the violence of the storm: P. ἐγένετο ἡ διάφευξις αὐτοῖς διὰ τοῦ χειμῶνος τὸ μέγεθος (Thuc. 3, 23).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Violence

  • 17 захватывать

    1. (воду, воздух, пыль, газ и тп.) κατακρατώ 2. (при помощи механизма) πιάνω, αρπάζω 3. (ядерные частицы) παγιδεύω 4. (охватывать) αγκαλιάζω 5. (схва-тывать, зажимать) αρπάζω 6. (брать силой) παίρνω (με τη βία/το ζόρι).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > захватывать

  • 18 насилие

    1. (принудительное воздействие на кого-л.) η βία, ο βιασμός 2. (беззаконное применение силы) η επιβολή
    ο καταναγκασμός
    ο εξαναγκασμός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > насилие

  • 19 отнять

    1. мат. αφαιρώ 2. (взять силой, отобрать) αφαιρώ
    παίρνω (με τη βία) 3 мед. ακρωτηριάζω
    κόβω/αποκόπτω (το άκρο)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отнять

  • 20 форс-мажор

    η ανωτέρα βία (ή ανάγκη).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форс-мажор

См. также в других словарях:

  • βία — βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc/acc dual βίᾱ , βία bodily strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βίᾱ , βιάω constrain pres imperat act 2nd sg βίᾱ , βιάω constrain imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βία — Θεότητα της μυθολογίας που προσωποποιεί τη δύναμη και την επιβολή. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου, ήταν κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Ωκεανίδας Στύγας. Η B., μαζί με τη μητέρα της και τα αδέλφια της (Κράτος, Ζήλος και Νίκη), βοήθησε τον… …   Dictionary of Greek

  • βίᾳ — βίαι , βία bodily strength fem nom/voc pl βίᾱͅ , βία bodily strength fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βία — η 1. ο βίαιος τρόπος, ο καταναγκασμός: Ο βίαιος τρόπος του τον κάνει αντιπαθητικό. 2. βιασύνη, σπουδή: Δε χρειάζεται να δείξεις βία εφόσον πρόκειται για τόσο σοβαρή απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βια — η η σπουδή, η βιασύνη: Σε γνωρίζω από την όψη που με βια μετράει τη γη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -βία — (απόδοση στα Ελληνικά του νεολατινικού bia, που προέρχεται από τον ενικό θηλυκού ή τον πληθυντικό ουδετέρου του bius «αυτός που έχει έναν ειδικό (ή εξειδικευμένο τρόπο ζωής») επίθημα που χρησιμοποιείται στην ορολογία διαφόρων επιστημονικών κλάδων …   Dictionary of Greek

  • βιᾷ — βιάω constrain pres subj mp 2nd sg βιάω constrain pres ind mp 2nd sg (epic) βιάω constrain pres subj act 3rd sg βιάω constrain pres ind act 3rd sg (epic) βιάζω constrain fut ind mid 2nd sg (epic) βιάζω constrain fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βία — Βίας masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάσας — βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem acc pl (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain pres part act fem gen sg (doric) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) βιά̱σᾱς , βιάω constrain aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάσῃ — βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (attic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj mid 2nd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain aor subj act 3rd sg (doric aeolic) βιά̱σῃ , βιάω constrain… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίαν — βίᾱν , βία bodily strength fem acc sg (attic doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 1st sg (doric aeolic) βίᾱν , βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»