Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

βάναυσος

  • 1 грубиян

    груб||иян
    м разг ὁ ἀγροϊκος, ὁ ἀγενής, ὁ βάναυσος.

    Русско-новогреческий словарь > грубиян

  • 2 невежа

    невежа м, ж 1 (грубиян) ἀγροϊκος, ἀνάγωγος, βάναυσος·
    2. (невежда) разг \^т. см.. невежда.

    Русско-новогреческий словарь > невежа

  • 3 неотесанный

    неотесанный
    прил разг ἄξεστος, τραχύς, βάναυσος:
    \неотесанный человек ἄξεστος ἀνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > неотесанный

  • 4 работа

    работ||а
    ас
    1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):
    тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·
    2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:
    временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·
    3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:
    печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.

    Русско-новогреческий словарь > работа

  • 5 brute

    [bru:t]
    1) (an animal other than man: My dog died yesterday, the poor brute; ( also adjective) brute force.) ζώο, κτήνοςκτηνώδης
    2) (a cruel person.) κτήνος, βάναυσος άνθρωπος
    - brutality
    - brutish

    English-Greek dictionary > brute

  • 6 варвар

    α.
    1. Βάρβαρος.
    2. απολίτιστος, αμόρφωτος. || άνθρωπος βάναυσος, σκληρός, άγριος.

    Большой русско-греческий словарь > варвар

  • 7 дантист

    α.
    οδοντογιατρός, οδοντίατρος.
    (απλ. παλ.) χτηνάνθρωπος, βάναυσος προς τους κατώτερους.

    Большой русско-греческий словарь > дантист

  • 8 живодёр

    α., -ка, -и θ. (απλ.).
    1. σφαγιαστής, χασάπης, γδάρτης.
    2. σκληρός, άσπλαχνος, ωμός, βάναυσος.

    Большой русско-греческий словарь > живодёр

  • 9 крутой

    επ., βρ: крут, крути, круто; круче.
    1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•

    берег κρημνώδης ακτή•

    крутой подъм απότομος ανήφορος•

    крутой спуск απότομος κατήφορος•

    крутой поворот απότομη στροφή.

    2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•

    -ая перемена απότομη αλλαγή•

    крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.

    3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•

    -ые меры σκληρά μέτρα•

    -ые слова βαριά λόγια.

    || μτφ. δυνατός, ισχυρός•

    крутой мороз δυνατή παγωνιά•

    крутой ветер σφοδρός άνεμος.

    4. πηχτός, σφιχτός•

    -ая каша πηχτός χυλός•

    -ое тесто σφιχτό ζυμάρι•

    -ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.

    εκφρ.
    крутой кипяток – χοχλαστό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > крутой

  • 10 невежа

    α. κ, θ. αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος, βάναυσος, σκαιός.

    Большой русско-греческий словарь > невежа

  • 11 Illiberal

    adj.
    Ar. and P. νελεύθερος, γεννής.
    Mechanic ( of a trade): P. and V. βναυσος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Illiberal

  • 12 Mechanic

    adj.
    Manual: P. and V. βναυσος, Ar. and P. χειροτεκνικός.
    ——————
    subs.
    Workman: Ar. and P. χειροτέχνης, ὁ, V. χειρῶναξ, ὁ (Soph. and Eur., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mechanic

  • 13 Vulgar

    adj.
    Common, low: Ar. and P. φορτικός, γοραῖος.
    Uneducated: P. and V. μουσος, μαθής, Ar. and P. παίδευτος, P. ἀγράμματος.
    Boorish: Ar. and P. ἄγροικος.
    Wanting in taste: P. ἀπειρόκαλος.
    Mean, base: P. and V. φαῦλος.
    Mechanical: P. and V. βναυσος (Plat., Theaet. 176C; Soph. Aj. 1121).
    The vulgar, the common people, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vulgar

  • 14 sert

    σκληρός, βάναυσος, βίαιος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sert

  • 15 vulgar

    1) βάναυσος
    2) πρόστυχος
    3) χυδαίος

    English-Greek new dictionary > vulgar

См. также в других словарях:

  • βάναυσος — artisan masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… …   Dictionary of Greek

  • βάναυσος — η, ο επίρρ. βάναυσα απότομος, τραχύς, που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βιαιότητα: Η βάναυση συμπεριφορά του έγινε η αιτία του διαζυγίου τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαναύσω — βάναυσος artisan masc/fem/neut nom/voc/acc dual βάναυσος artisan masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναύσως — βάναυσος artisan adverbial βάναυσος artisan masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάναυσον — βάναυσος artisan masc/fem acc sg βάναυσος artisan neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσοτάτοις — βάναυσος artisan masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσόταται — βάναυσος artisan fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσότατε — βάναυσος artisan masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναυσότατοι — βάναυσος artisan masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαναύσοις — βάναυσος artisan masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»