-
1 грубиян
груб||иянм разг ὁ ἀγροϊκος, ὁ ἀγενής, ὁ βάναυσος. -
2 невежа
невежа м, ж 1 (грубиян) ἀγροϊκος, ἀνάγωγος, βάναυσος·2. (невежда) разг \^т. см.. невежда. -
3 неотесанный
неотесанныйприл разг ἄξεστος, τραχύς, βάναυσος:\неотесанный человек ἄξεστος ἀνθρωπος. -
4 работа
работ||аас1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά. -
5 brute
[bru:t]1) (an animal other than man: My dog died yesterday, the poor brute; ( also adjective) brute force.) ζώο, κτήνοςκτηνώδης2) (a cruel person.) κτήνος, βάναυσος άνθρωπος•- brutal- brutality
- brutish -
6 варвар
-а α.1. Βάρβαρος.2. απολίτιστος, αμόρφωτος. || άνθρωπος βάναυσος, σκληρός, άγριος. -
7 дантист
-а α.οδοντογιατρός, οδοντίατρος.(απλ. παλ.) χτηνάνθρωπος, βάναυσος προς τους κατώτερους. -
8 живодёр
-а α., -ка, -и θ. (απλ.).1. σφαγιαστής, χασάπης, γδάρτης.2. σκληρός, άσπλαχνος, ωμός, βάναυσος. -
9 крутой
επ., βρ: крут, крути, круто; круче.1. απότομος, απόκρημνος, κρημνώδης•берег κρημνώδης ακτή•
крутой подъм απότομος ανήφορος•
крутой спуск απότομος κατήφορος•
крутой поворот απότομη στροφή.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая перемена απότομη αλλαγή•
крутой поворот событий απότομη στροφή των γεγονότων.
3. (γΐ•α χαρακτήρα, άνθρωπο) σκαιός, τραχύς, βάναυσος, απότομος. || σκληρός, βαρύς•-ые меры σκληρά μέτρα•
-ые слова βαριά λόγια.
|| μτφ. δυνατός, ισχυρός•крутой мороз δυνατή παγωνιά•
крутой ветер σφοδρός άνεμος.
4. πηχτός, σφιχτός•-ая каша πηχτός χυλός•
-ое тесто σφιχτό ζυμάρι•
-ое яйцо σφιχτό βρασμένο) αυγό.
εκφρ.крутой кипяток – χοχλαστό νερό. -
10 невежа
α. κ, θ. αγροίκος, άξεστος, απολίτιστος, βάναυσος, σκαιός. -
11 Illiberal
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Illiberal
-
12 Mechanic
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mechanic
-
13 Vulgar
adj.Boorish: Ar. and P. ἄγροικος.Wanting in taste: P. ἀπειρόκαλος.Mean, base: P. and V. φαῦλος.Mechanical: P. and V. βάναυσος (Plat., Theaet. 176C; Soph. Aj. 1121).The vulgar, the common people, subs.: P. and V. οἱ πολλοί, πλῆθος, τό, ὄχλος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vulgar
-
14 sert
σκληρός, βάναυσος, βίαιος -
15 vulgar
1) βάναυσος2) πρόστυχος3) χυδαίος
См. также в других словарях:
βάναυσος — artisan masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… … Dictionary of Greek
βάναυσος — η, ο επίρρ. βάναυσα απότομος, τραχύς, που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και βιαιότητα: Η βάναυση συμπεριφορά του έγινε η αιτία του διαζυγίου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαναύσω — βάναυσος artisan masc/fem/neut nom/voc/acc dual βάναυσος artisan masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναύσως — βάναυσος artisan adverbial βάναυσος artisan masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάναυσον — βάναυσος artisan masc/fem acc sg βάναυσος artisan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσοτάτοις — βάναυσος artisan masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσόταται — βάναυσος artisan fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσότατε — βάναυσος artisan masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναυσότατοι — βάναυσος artisan masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαναύσοις — βάναυσος artisan masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)