-
1 βάλτος
[валтос] ουσ. а. болото, трясина.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βάλτος
-
2 болото
-а ουδ.1. βάλτος, τέλμα, έλος.2. μτφ. στασιμότητα, αδράνεια•обывательское -μικροαστική αδράνεια•
оппортунистическое -οππορτουνιστικός βάλτος•
бюрократическое болото γραφειοκρατική βρωμιά (βάλτος).
-
3 болото
-
4 болото
το έλος, ο βάλτος, το τέλμαторфяное - τυρφώδες -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болото
-
5 топь
ο βούρκος, το έλος, ο βόρβορος, η λάσπη, το τέλμα, ο βάλτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топь
-
6 трясина
(топ.) Ο ελώδης τόποςο βάλτοςτο τέλμα, ο βούρκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трясина
-
7 болото
боло́||тос τό ἐλος, ὁ βάλτος, τό τέλμα. -
8 топь
топьж τό ἔλος, ὁ βάλτος, τό τέλμα. -
9 трясииа
тряси́иаж ὁ βάλτος, ὁ ἐλώδης τόπος. -
10 трясина
[τρισίνα] ουσ. θ. ελώδης τόπος, βάλτος -
11 трясина
[τρισίνα] ουσ θ ελώδης τόπος, βάλτος -
12 блато
-а ουδ.παλ. βάλτος, τέλμα. -
13 болотце
-а, γεν. πλθ. -ев ουδ.μικρός βάλτος. -
14 вставной
επ.προσθετός, βαλτός, περαστός, έτοιμος για τοποθέτηση•-ые окна περαστά παράθυρα•
-ые зубы βαλτά δόντια.
|| βαλμένος, τοποθετημένος σε, ένθετος. -
15 засосать
ρ.σ.καταβροχθίζω, καταπίνω ρουφώ•болото -ло охотника ο βάλτος κατάπιε τον κυνηγό.
|| μτφ. τραβώ (στο περιβάλλον ή στον κύκλο μου). -
16 затянуть
затянуть 1-яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затянутый, бр: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. σφίγγω• δένω•затянуть ремень σφίγγω το λουρί•
узлом δένω κόμπο•
затянуть петлю δένω θηλιά.
2. τεντώνω, τεζάρω.3. τραβώ μέσα, ρουφώ•болото -ло корову ο βάλτος κατάπιε την αγελάδα.
4. μτφ. τραβώ, παρασύρω, μπλέκω.5. καλύπτω, σκεπάζω με ελαφρύ στρώμα•тучи -ли небо τα σύννεφα σκέπασαν ελαφρά τον ουρανό•
пруд -ло тиной η δεξαμενή σκεπάστηκε με βόρβορο.
|| μτφ. επουλώνομαι, θρέφω, κλείνω•рану -ло η πληγή έκλεισε.
6. παρατραβώ, παρατείνω• καθυστερώ•затянуть дело παρατραβώ την υπόθεση•
затянуть игру παρατείνω το παιγνίδι.
7. σφίγγω τη βίδα.σφίγγομαι δένομαι• τεντώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. || ρουφώ, τραβώ μέσα καπνό.затянуть 2ρ.σ.μ.αρχίζω να τραγουδώ. -
17 клакёр
-а α.κλακαδόρος, κλακέρ, βαλτός. -
18 креатура
-ы θ.εγκάθετος, βαλτός• προστατευόμενος. -
19 марь
-и θ. (διαλκ.)1. βλ. марево (2 σημ.).2. βάλτος.3. βλ. лебеда. -
20 накладной
επ.τοποθετημένος, θετός, βαλτός, βαλμένος• επιθετημένος, επίθιετος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βάλτος — ο το έλος, το τέλμα: Ο βάλτος είναι γεμάτος κουνούπια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλτός — ή, ό αυτός που ενεργεί σύμφωνα με υπόδειξη ή παρακίνηση τρίτων με κάποιον ύποπτο ή δόλιο σκοπό: Αυτός που τον σκότωσε ήταν βαλτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλτος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
βαλτός — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
Μεγάλος Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 457 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
βαλτώνω — [βάλτος] 1. (για περιοχές) μεταβάλλομαι σε βάλτο 2. βυθίζομαι σε βάλτο ή λάσπη 3. βυθίζομαι, βουλιάζω («βάλτωσε στα χρέη» είναι καταχρεωμένος) … Dictionary of Greek
Ori Valtou — p1f1p5 Valtos (Βάλτος) / Ori Valtou (Όρη Βάλτου) Höchster Gipfel Berg Pyramida oder Gavrovo (Γαβρόβο) (1.782 m) Lage Griechenland: Thessalien, Epirus und Westgriechenland … Deutsch Wikipedia
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
Phrygian language — Infobox Language name = Phrygian region = Central Asia Minor extinct = Fifth century familycolor = Indo European iso2=ine iso3=xpgThe Phrygian language was the Indo European language of the Phrygians, a people from Thrace who later migrated to… … Wikipedia
Delfi (Gemeinde) — Gemeinde Delfi Δήμος Δελφών (Δελφοί) … Deutsch Wikipedia