-
1 паз
1. (тех) ο αύλακ/αςη αυλακιά, η χαρακιά* *укладывать в - ы τοποθετώ στους - ες2. (надрез, зарубка) η εγκοπή 3. (обшивки судна) η διαμήκης ραφή (του πλοίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > паз
См. также в других словарях:
αὔλακ' — αὔλακα , αὖλαξ furrow fem acc sg αὔλακι , αὖλαξ furrow fem dat sg αὔλακε , αὖλαξ furrow fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AROE — civitas Achaiae, a cultu terrae sic dicta, alias Patrae, Steph. Aroa Pausaniae, in Achaicis, sic enim ille: Πατρέων οἱ τὰ αρχαιότατα μνημονεύοντες, φασὶν Εὔμηλον αὐτόχθονα οἰκῆσαι πρῶτον εν τῇ χώρα. Τριπτολέμου δὲ εν τῆς Α᾿ττικῆς ἀφικομένου, τὸν… … Hofmann J. Lexicon universale
PARTHIA — I. PARTHIA Asiae regio, perampla, ab occasu Mediâ, ab Aquilone Hyrcaniâ, ab ortu Arianâ, a meridie Carmaniae desertis terminata. Parthenen Qu. Curtius vocat. l. 6. 2. c. ubi docet Parthos Scitharum progeniem esse, quod et Dionys. testatur.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… … Dictionary of Greek
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
σκιωτός — ή, όν, Α 1. αυτός που σχηματίζει σκιές 2. φρ. «σκιωτὴ ζώνη» ζώνη που έχει γραμμές με χρώματα παραπλήσια, τα οποία μεταπίπτουν το ένα προς το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + κατάλ. ωτός (πρβλ. αυλακ ωτός)] … Dictionary of Greek