-
1 αυτοματος
3 и 21) самодействующий, самодвижущийся(πύλαι οὐρανοῦ Hom.; ὕδατα αὐτόματα ῥεῖ Arst.)
2) самопроизвольный, действующий по собственной волеαὐ. ἦλθε Hom. — он пришел добровольно;
τὰ μὲν ληφθέντα, τὰ δ΄ αὐτόματα Thuc. — отчасти путем захвата, отчасти добровольно3) естественный, природный(αἰτία Plat.; θάνατος Dem.)
αὐτόματα ῥόδα Her. — дикорастущие розы4) случайный, см. αὐτόματον См. αυτοματον -
2 αὐτόματος
αὐτόματος, ον своим ходом, по собственному почину (ср. автоматика) -
3 αὐτόματος
{прил., 2}работающий сам по себе, самопроизвольный, самодействующий, самодвижущийся (Мк. 4:28; Деян. 12:10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αὐτόματος
-
4 αυτόματος
{прил., 2}работающий сам по себе, самопроизвольный, самодействующий, самодвижущийся (Мк. 4:28; Деян. 12:10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αυτόματος
-
5 αυτόματος
η, ο [ος, ον ]1) самопроизвольный; 2) автоматический;αυτόματο τηλέφωνο — телефон-автомат;
αυτόματα όπλα — автоматическое оружие;
αυτόματη προσγείωση — автоматическое приземление;
-Ή προσεδάφιση автоматическая посадка (на другие планеты);αυτόματ διαπλανητικός σταθμός — автоматическая:
межпланетная станция -
6 αὐτόματος
работающий сам по себе, самопроизвольный, сам собою действующий, сам собою движущийся.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐτόματος
-
7 αὐτόματος
3 по собственному побуждению (= без приглашения) -
8 αυτόματος
[афгоматос] επ автоматический. -
9 844
{прил., 2}работающий сам по себе, самопроизвольный, самодействующий, самодвижущийся (Мк. 4:28; Деян. 12:10).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 844
См. также в других словарях:
αὐτόματος — acting of one s own will masc nom sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… … Dictionary of Greek
αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… … Dictionary of Greek
αυτόματος — η, ο αυτός που γίνεται μόνος του, χωρίς εξωτερική επίδραση, μηχανικά: Αυτόματο τηλέφωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτομάτω — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen sg (doric aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut nom/voc/acc dual αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτως — αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc acc pl (doric) αὐτόματος acting of one s own will adverbial αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόματον — αὐτόματος acting of one s own will masc acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg αὐτόματος acting of one s own will masc/fem acc sg αὐτόματος acting of one s own will neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτων — αὐτόματος acting of one s own will fem gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/neut gen pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτοις — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτοισι — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτοισιν — αὐτόματος acting of one s own will masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αὐτόματος acting of one s own will masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)