-
1 автомат
1. (автоматический выключатель) ο αυτόματος διακόπτηςмасляный - λαδιού/ελαίου2. (в значении станок) η αυτόματη μηχανή 3. (механизм, аппаратура) ο αυτόματος μηχανισμός, η αυτόματη συσκευή 4. (оружие) το αυτόματο (όπλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомат
-
2 автоматика
1. (отрасль науки и техники) η αυτοματική (επιστήμη) 2. (оборудо-вание, устройство) о αυτόματος εξοπλισμός, τα αυτόματα συστήματα 3. (настройки передатчика или приёмника) η αυτόματη ρύθμιση του αναμεταδότη ή δέκτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автоматика
-
3 автомодуляция
η αυτόματη διαμόρφωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомодуляция
-
4 автонастройка
(процесс) η αυτόματη ρύθμιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автонастройка
-
5 автопуск
η αυτόματη εκκίνηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автопуск
-
6 авторучка
η αυτόματη πέννα, ο στυλογράφος, разг. το στυλό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авторучка
-
7 автосборка
η αυτόματη συναρμολόγηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автосборка
-
8 автосварка
η αυτόματη ηλεκτροκόλ-ληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автосварка
-
9 автостоп
ж.-д. η αυτόματη πέδη (του τρένου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автостоп
-
10 автотомия
биол. η αυτοτομίαη αυτόματη (θεληματική) αποκοπή τμημάτων σώματος μερικών ζώων (π.χ. της σαύρας, του καβουριού κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автотомия
-
11 автотормоз
η αυτόματη τροχοπέδη, το αυτόματο φρένο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автотормоз
-
12 автофазировка
η αυτόματη ρύθμιση των φάσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автофазировка
-
13 автофокусировка
η αυτόματη εστίαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автофокусировка
-
14 апатриды
(аполиды) мн. οι απάτριδες (πλ.)τα πρόσωπα/άτομα χωρίς πατρίδα. ΑΠΒ (автоматическое повторное включение) η αυτόματη επαναληπτική σύνδεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > апатриды
-
15 АПЧ
(автоматическая подстройка частоты) η αυτόματη ρύθμιση των συχνοτήτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > АПЧ
-
16 барограмма
το βαρογράφημα, ο χάρτης με αυτόματη αναγραφή των βαρομετρικών πιέσεων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барограмма
-
17 возврат
1. (в исходное положение) η επιστροφή, η επαναφορά 2. (продукта, агента и т.п. в технологическом процессе) η επιστροφή, η ανάκτηση 3. (в атмосферу) η επάνοδος (στην ατμόσφαιρα) 4. (о деньгах, грузе и т.п.) η επιστροφ/ήсрок - а денег προθεσμία/διορία - ής των χρημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возврат
-
18 вычет
1. (вычитание) η αφαίρεση, η υφαίρεση 2. (мат., вчт.) το υπόλειμμα 3. (удержанная сумма) η κράτησ/ηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычет
-
19 зажигание
(в двигателе внутреннего сгорания) η ανάφλεξ/η, το έναυσμα*поря-док - я η σειρά - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зажигание
-
20 запись
1. (процесс, результат) η εγγραφήголографическая - ολογραφική -, τοολόγραμμα2. вчт. η εγγραφή, η καταγραφή* автоматическая - αυτόματη - 3. (напр в журнале) η εγγραφή 4. (система записи) (чисел) ηπαράσταση (των αριθμών)сокращённая - (слов) η συντομογραφία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запись
См. также в других словарях:
Αὐτομάτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτῃ — Αὐτομάτη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτη — αὐτόματος acting of one s own will fem nom/voc sg (attic epic ionic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) αὐτοματέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) αὐτοματέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτομάτῃ — αὐτόματος acting of one s own will fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβιογένεση ή αυτόματη γένεση — Παλαιότερη θεωρία που εξηγούσε τη δημιουργία των σύγχρονων οργανισμών από ανόργανη ύλη. Ιδιαίτερα λίγο πριν από την εποχή του Παστέρ,η αυτόματη γένεση των μικροοργανισμών από ανόργανες ύλες ήταν η μοναδική παραδεκτή θεωρία. Από τη στιγμή όμως που … Dictionary of Greek
Αὐτομάταις — Αὐτομάτη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτην — Αὐτομάτη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτομάτης — Αὐτομάτη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτόμαται — Αὐτομάτη fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοματισμός ή αυτοματοποίηση — Σύνολο μελετών και μεθόδων που αποβλέπουν να αντικαταστήσουν ορισμένες δραστηριότητες του ανθρώπου, σε διάφορες διαδικασίες παραγωγής, με τη βοήθεια κατάλληλων αυτόματων μηχανισμών. Ήδη οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο σε πολλές… … Dictionary of Greek
σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… … Dictionary of Greek