Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
αὐτο-κράτωρ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ζωδιοκράτωρ — ζῳδιοκράτωρ, ὁ (Α) ο κύριος τών ζωδίων, θεότητα που προΐσταται τού ζωδιακού κύκλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, θαλασσο κράτωρ] … Dictionary of Greek
ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] … Dictionary of Greek
θηροκράτωρ — θηροκράτωρ, ὁ (Μ) άρχοντας τών θηρίων, εξουσιαστής τών θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, κλειδο κράτωρ] … Dictionary of Greek
θυμοκράτωρ — θυμοκράτωρ, ὁ (Μ) αυτός που κυριαρχεί πάνω στον θυμό του, αυτός που συγκρατεί τον θυμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κράτωρ (< κράτος), πρβλ. αυτο κράτωρ, κλειδο κράτωρ] … Dictionary of Greek
κοσμοκράτορας — ο, θηλ. κοσμοκράτειρα (ΑM κοσμοκράτωρ, ορος) αυτός που κυριαρχεί σε όλο ή σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξουσιαστής τού κόσμου, κυβερνήτης τού κόσμου («η κοσμοκράτειρα Ρώμη») μσν. (κολακευτικά) ο αυτοκράτορας αρχ. 1. (για πλανήτη) αυτός που διευθύνει… … Dictionary of Greek
πολοκράτωρ — ορος, ὁ, Α ο κυρίαρχος τών πόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + κράτωρ (< κρατῶ) (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] … Dictionary of Greek
σεβαστοκράτορας — ο / σεβαστοκράτωρ, ορος, θηλ. σεβαστοκρατόρισσα, ΝΜ βυζαντινό αξίωμα που απονεμήθηκε, για πρώτη φορά, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό στον αδερφό του Ισαάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + κράτωρ (βλ. αυτό κράτωρ)] … Dictionary of Greek
σεισμοκράτωρ — ορoς, ὁ, Μ ο κυρίαρχος τών σεισμών, αυτός που προκαλεί τους σεισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] … Dictionary of Greek
σκηπτροκράτωρ — ορος, ὁ, Α σκηπτούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκήπτρον + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] … Dictionary of Greek
στοιχειοκράτωρ — ορος, ὁ, Α αυτός που κρατά και εξουσιάζει τα στοιχεία τής φύσης («στοιχειοκράτορες θεοί», Σιμπλίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιχεῖον + κράτωρ (βλ. λ. αυτο κράτωρ)] … Dictionary of Greek
τιτανοκράτωρ — ορος, ὁ, Α (για τον Δία) ο νικητής τών Τιτάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + κράτωρ (βλ. λ. αὐτο κράτωρ)] … Dictionary of Greek