-
1 αυλακοειδή
αὐλακοειδήςfurrow-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αὐλακοειδήςfurrow-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αὐλακοειδήςfurrow-like: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
2 αὐλακοειδῆ
αὐλακοειδήςfurrow-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)αὐλακοειδήςfurrow-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)αὐλακοειδήςfurrow-like: masc /fem acc sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
αὐλακοειδῆ — αὐλακοειδής furrow like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐλακοειδής furrow like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐλακοειδής furrow like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
διατσίντο — Πολυετής πόα της οικογένειας των αμαρυλιδών. Έχει κονδυλόρριζο βολβό και όρθιο ανθοφόρο στέλεχος, ύψους μέχρι 1 μ. Τα φύλλα της είναι βραχύτατα, ενώ τα παράρριζα είναι επιμήκη (έως 40 εκ.), αυλακοειδή, γραμμοειδή και ούληκτα. Τα άνθη είναι λευκά … Dictionary of Greek