-
1 αιτημα
-
2 αἴτημα
{сущ., 3}прошение, просьба, просимое, требование, желание.Синонимы: 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 23:24; Флп. 4:6; 1Ин. 5:15. LXX: 7596 (הָלאֵשְׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἴτημα
-
3 αίτημα
{сущ., 3}прошение, просьба, просимое, требование, желание.Синонимы: 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 23:24; Флп. 4:6; 1Ин. 5:15. LXX: 7596 (הָלאֵשְׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αίτημα
-
4 αίτημα
τό1) просьба, требование, запрос; претензия; 2) филос., мат. постулат -
5 αἴτημα
прошение, просьба, просимое, требование, желание; син. δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (שְׂאלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἴτημα
-
6 αἴτημα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἴτημα
-
7 αἴτημα
-
8 αιτησις
-
9 επικρινω
1) судить, решать, определять, устанавливать(τι Plat., Plut. и τι περί τινος Dem.)
τὸ ἐπικρῖνον Arst. — способность суждения;ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν NT. — он решил, чтобы свершилось согласно их требованию;ἐπικρίνων ἔφη Plut. — рассудив, он сказал2) избирать, выбирать(ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον Diod.)
-
10 υπερπολυς
πόλλη, πολυ1) чрезвычайно многочисленный, бесчисленный, несметный Aesch., Xen., Dem.2) чрезмерный(τὸ αἴτημα Plut.)
-
11 δέησις
просьба, прошение, моление, молитва; син. αἴτημα, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (תְּחִנָּה), (רִנָּה), (תִּפְסַח).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δέησις
-
12 ἔντευξις
просьба, моление, ходатайство; син. αἴτημα, δέησις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔντευξις
-
13 εὐχαριστία
1. благодарность; 2. благодарение; а также евхаристия (вечеря Господня); син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχαριστία
-
14 εὐχή
1. молитва; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, ἱκετηρία, προσευχή; 2. обет.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐχή
-
15 ἱκετηρία
мольба, моление; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, προσευχή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἱκετηρία
-
16 προσευχή
1. молитва; 2. место для молитвы; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία; LXX: (תְּפִלָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσευχή
-
17 155
{сущ., 3}прошение, просьба, просимое, требование, желание.Синонимы: 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 23:24; Флп. 4:6; 1Ин. 5:15. LXX: 7596 (הָלאֵשְׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 155
-
18 1162
{сущ., 19}просьба, прошение, моление, молитва.Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 1:13; 2:37; 5:33; Деян. 1:14; Рим. 10:1; 2Кор. 1:11; 9:14; Еф. 6:18; Флп. 1:4, 19; 4:6; 1Тим. 2:1; 5:5; 2Тим. 1:3; Евр. 5:7; Иак. 5:16; 1Пет. 3:12. LXX: 8467 (הנּ”חִתְּ), 7440 (הנּ”רִ), 8607 (חסַפְתִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1162
-
19 δέησις
{сущ., 19}просьба, прошение, моление, молитва.Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 1:13; 2:37; 5:33; Деян. 1:14; Рим. 10:1; 2Кор. 1:11; 9:14; Еф. 6:18; Флп. 1:4, 19; 4:6; 1Тим. 2:1; 5:5; 2Тим. 1:3; Евр. 5:7; Иак. 5:16; 1Пет. 3:12. LXX: 8467 (הנּ”חִתְּ), 7440 (הנּ”רִ), 8607 (חסַפְתִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δέησις
-
20 δέησις
{сущ., 19}просьба, прошение, моление, молитва.Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία), 4335 ( προσευχή).Ссылки: Лк. 1:13; 2:37; 5:33; Деян. 1:14; Рим. 10:1; 2Кор. 1:11; 9:14; Еф. 6:18; Флп. 1:4, 19; 4:6; 1Тим. 2:1; 5:5; 2Тим. 1:3; Евр. 5:7; Иак. 5:16; 1Пет. 3:12. LXX: 8467 (הנּ”חִתְּ), 7440 (הנּ”רִ), 8607 (חסַפְתִּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > δέησις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αἴτημα — request neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτημα — Ό,τι ζητά κανείς, η απαίτηση. (Μαθημ., Φυσ.) Θεμελιώδης πρόταση που μπορεί με τη βοήθεια υποθέσεων και ορισμών να χρησιμεύσει ως βάση για την οικοδόμηση μιας θεωρίας ή για την εξήγηση μιας σειράς πράξεων ή φαινομένων. Το α., σε αντίθεση με το… … Dictionary of Greek
αίτημα — το, ατος 1. ό,τι ζητά κανείς προφορικά ή γραπτά: Η σύγκλητος του πανεπιστημίου μελετά τα αιτήματα των φοιτητών. 2. (στη φιλοσοφία και στα μαθηματικά), πρόταση που η αλήθεια της δεν αποδεικνύεται θεωρητικά, δε διαψεύδεται όμως και από τα πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἴτημ' — αἴτημα , αἴτημα request neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτημάτων — αἴτημα request neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτήμασι — αἴτημα request neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτήμασιν — αἴτημα request neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτήματα — αἴτημα request neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτήματι — αἴτημα request neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτήματος — αἴτημα request neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek