-
1 выборный
1. (относящийся к выборам) εκλογικός 2. (выделяемый для исполнения каких-л. обязанностей голосованием) αιρετός, εκλεγμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выборный
-
2 выборностьый
выборность||ыйприл αίρετός (избираемый голосованием)/ ἐκλογικός (относящийся к выборам):\выборностьыйая должность ἡ αίρετή θέση. -
3 выборный
επ.1. εκλογικός•-ое собрание εκλογική συνέλευση.
2. αιρετός•-ые органы τα αιρετά όργανα•
-ая должность αιρετή δημόσια θέση.
ουσ. εκλεγμένος•послали -ых для переговоров έστειλαν εκλεγμένους για διαπραγματεύσεις.
См. также в других словарях:
αἱρετός — that may be taken masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρετός — ή, ό (Α αἱρετός, ή, ὸν) Α. [< αἱροῡμαι] 1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο) 2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος αρχ. 1. αυτός που προτιμά κανείς,… … Dictionary of Greek
αιρετός — ή, ό αυτός που παίρνει κάποιο αξίωμα με εκλογή και όχι με διορισμό ή κληρονομικό δικαίωμα: Οι δήμαρχοι είναι άρχοντες αιρετοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἱρετώτερον — αἱρετός that may be taken adverbial comp αἱρετός that may be taken masc acc comp sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετωτέραις — αἱρετός that may be taken fem dat comp pl αἱρετωτέρᾱͅς , αἱρετός that may be taken fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετωτέρων — αἱρετός that may be taken fem gen comp pl αἱρετός that may be taken masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετόν — αἱρετός that may be taken masc acc sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετώτατον — αἱρετός that may be taken masc acc superl sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετοῖς — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετοῖσιν — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱρετοί — αἱρετός that may be taken masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)