-
1 железняк
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > железняк
-
2 блеск
блескм1. ἡ λαμψη [-ις], ἡ ἀκτινοβολία, ἡ στιλπνότητα [-ης], ἡ γυαλάδα, ἡ ἀνταύγεια, τό λαμπίρισμα;2. перен ἡ λαμπρότητα [-ης], ἡ μεγαλοπρέπεια:\блеск ост-роу́мия τό σπινθηροβόλο πνεῦμα; ◊ с \блеском λαμπρά περίφημα; железный \блеск мин. ὁ αἰματίτης; свинцовый \блеск мин. ὁ θειοῦχος μόλυβδος. -
3 железняк
железнякм мин.:магнитный \железняк ὁ φυσικός μαγνήτης· кра́сный \железняк ὁ αἰματίτης. -
4 блеск
-а (-у) α.1. λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα•блеск солнца η λάμψη του ήλιου•
блеск штыков η λάμψη των λογχών.
2. μτφ., πολυτέλεια μεγαλοπρέπεια•блеск славы λάμψη (φωτοστέφανος) της δόξας•
блеск наряда η πολυτέλεια του στολισμού, του ντυσίματος.
3. (σε συνδυασμό με ονομασίες μερικών ορυκτών)•железный блеск ο αιματίτης, αιματοστάκτης (λίθος)•
свинцовый блеск ο πρωτοθειϊκός μόλυβδος.
εκφρ.во всем -е – μ’ όλη τη μεγαλοπρέπεια (λαμπρότητα)•с -ом – λαμπρά, έξοχα, θαυμάσια. -
5 железняк
-а α. (πάντοτε με επιθετικό προσδιορισμό): красный железняк αιματίτης ή ερυθρός σιδηρόλιθος ή σιδηρολαμπρίτης ή ισπεκουλαρίτης•бурый железняк λειμονίτης•
магнитный железняк μαγνητίτης, μαγνητικό οξείδιο σιδήρου•
шпатовый железняк σιδηρίτης ή ανθρακικός σίδηρος.
См. также в других словарях:
αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… … Dictionary of Greek
αἱματίτης — αἱματί̱της , αἱματίτης blood like masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματίτης — ο ορυκτό κόκκινου χρώματος οξείδιο του σιδήρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
υδροαιματίτης — ο, Ν (ορυκτ.) μικροκοκκώδης αιματίτης με απορροφημένο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrohematite (< υδρ[ο] * + αιματίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… … Dictionary of Greek
Hematite — For other uses, see Hematite (disambiguation). Hematite Hematite (blood ore) from Michigan (unknown scale) General Category … Wikipedia
Hematite — Hématite Hématite Général Nom IUPAC trioxyde de difer, Oxyde de fer rouge, Oxyde de fer jaune No CAS … Wikipédia en Français
Hématite — Catégorie IV : oxydes et hydroxydes[1] Hématite Rose de Fer Ouro Preto, Brésil (6x3,6 cm) … Wikipédia en Français
Oligiste — Hématite Hématite Général Nom IUPAC trioxyde de difer, Oxyde de fer rouge, Oxyde de fer jaune No CAS … Wikipédia en Français
hematites — (Del gr. haimatites, sanguíneo.) ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Mineral de aspecto terroso que se encuentra mezclado con arcillas y otras impurezas, que es una mena de hierro importante y muy extendida. IRREG. plural hematites * * * hematites… … Enciclopedia Universal