Перевод: с русского на все языки
αἱ+κατ'+οἶκον+κακοπραγίαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
κακοπραγία — η (AM κακοπραγία) [κακοπραγώ] το να κάνει κανείς κακό, κακή πράξη («ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν», ΠΔ) μσν. κακή πρόθεση («φεῡγε τοὺς κολακεύοντας ἀπὸ κακοπραγίας», Σπαν.) αρχ. 1. κακή τύχη, ατυχία, δυστυχία, συμφορά, κακοτυχία («αἱ… … Dictionary of Greek