-
1 эфирный
эфирныйприл в разн. знач. αἰθέριος:\эфирныйные масла τα αίθέρια ἔλαια· \эфирныйное создание ирон. ἡ αίθέρια ὕπαρξη, ἡ αίθέρια καλλονή. -
2 умастить
умащу, умастишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умащённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ. παλ. αλείφω με αιθέρια έλαια. || αλείφω με λίπος.αλείφομαι με αιθέρια έλαια. || αλείφομαι με λίπος. -
3 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
-
4 летучий
лету́ч||ийприл1. Ιπτάμενος, πτητικός·2. хим. πτητικός:\летучийие масла τά πτητικά (или αίθέρια) ἔλαια· ◊ \летучийая мышь зоол. ἡ νυχτερίδα, ἡ νυκτερίς. -
5 масло
масл||ос1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·3. жив. τό λάδι:писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα. -
6 неземной
неземн||ойприл αἰθέριος, ὁ μή γήινος / οὐράνιος (небесный)/ θείος (божественный):\неземнойа́я красота αἰθέρια ὁμορφιά. -
7 летучий
-ая, -ееεπ., βρ: -туч, -а, -е.1. ιπτάμενος, πετάμενος. || ικανός για πτήση. || γρήγορος• ασταθής, μη μόνιμος.2. μτφ. φευγαλέος, παροδικός, διαβατικός, περαστικός, πρόσκαιρος.3. πεταχτός, γρήγορος, που γίνεται στα πεταχτά, στα γρήγορα (για συνέλευση, συλλαλητήριο κ.τ.τ.).4. πτητικός•-ие эфирные масла πτητικά αιθέρια έλαια.
εκφρ.- ая мышь – α) νυχτερίδα, β) φορητή λάμπα πετρελαίου•- ая почта – προσωρινό ταχυδρομείο (άμεσων αναγκών)•- ая рыба – εξώκοιτος (ψάρι). -
8 неземной
επ.1. αιθέριος, ουράνιος, υπέργειος.2. παλ. μετακόσμιος, υπερκόσμιος. || θείος, θεϊκός, ιδανικός•-йя красота αιθέρια ομορφιά•
-ая любовь ιδανική αγάπη.
-
9 эфирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. αιθέριος, αιθεριώδης• του αιθέρα.2. μτφ. άυλος, υπέργειος, ουράνιος• αξαίσιος•-ое существо αιθέριο ον•
-ая барышня εξαίσια κυρία.
3. που περιέχει αιθέρα•-ые масла αιθέρια έλαια.
См. также в других словарях:
αἰθερία — αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc/acc dual αἰθερίᾱ , αἰθέριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθερία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ήλιου και της Ροδής ή Κλυμένης και αδελφή του Φαέθωνα. Μαζί με τις αδελφές της Αίγλη, Λαμπετία, Φαέθουσα κλπ., μεταμορφώθηκαν από τον Δία σε αιγείρους (λεύκες) επειδή δεν έπαυαν να θρηνούν τον αδελφό τους, που… … Dictionary of Greek
αἰθέρια — αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίας — αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem acc pl αἰθερίᾱς , αἰθέριος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθέρι' — αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέρια , αἰθέριος of neut nom/voc/acc pl αἰθέριε , αἰθέριος of masc voc sg αἰθέριε , αἰθέριος of masc/fem voc sg αἰθέριαι , αἰθέριος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθερίαν — αἰθερίᾱν , αἰθέριος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
αιθέριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον αιθέρα: Πετούσε σε αιθέρια ύψη. 2. αυτός που μοιάζει με τον αιθέρα, λεπτός, αγγελικός, άυλος: Η κοπέλα αυτή ήταν μια αιθέρια ύπαρξη. 3. «αιθέρια έλαια» λέγονται ελαιώδεις ουσίες που παίρνονται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… … Dictionary of Greek
αερόπλαστος — η, ο ο πλασμένος από αέρα «αερόπλαστη κόρη», λεπτή, αιθέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + πλαστός < πλάσσω] … Dictionary of Greek