Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αἰσχύνομαι

См. также в других словарях:

  • αἰσχύνομαι — αἰσχύ̱νομαι , αἰσχύνω make ugly aor subj mid 1st sg (epic) αἰσχύ̱νομαι , αἰσχύνω make ugly pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… …   Dictionary of Greek

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • εναντίον — και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν]) επίρρ. 1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.) 2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι 3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή… …   Dictionary of Greek

  • εξαισχύνομαι — ἐξαισχύνομαι (Α) [αισχύνομαι] ντρέπομαι υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • επαίσχυντος — η, ο( ν) αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αισχυντός (< αισχύνομαι «ντρέπομαι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ντρέπομαι — και ντρέπουμαι 1. αισθάνομαι ντροπή, αισχύνομαι («ντρέπομαι να τήν δω μετά από αυτό που τής έκανα») 2. σέβομαι κάποιον, αισθάνομαι δέος για κάποιον, συνήθως μεγαλύτερο σε ηλικία ή ανώτερο σε αξίωμα («ντρέπομαι τον πατέρα μου») 3. διστάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • προαιδούμαι — έομαι, Α οφείλω εκ τών προτέρων σε κάποιον ευγνωμοσύνη για κάτι ή έχω υποχρέωση σε κάποιον για κάτι που έχει συμβεί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰδοῦμαι «αισχύνομαι, σέβομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πυδαρίζω — και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Α χοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»