-
1 αἰσχύνομαι
-
2 αἰσχύνομαι
{гл., 5}осквернить, посрамить, позорить; ср.з.-страд. стыдиться, быть постыженным, совеститься, смущаться.Ссылки: Лк. 16:3; 2Кор. 10:8; Флп. 1:20; 1Пет. 4:16; 1Ин. 2:28. LXX: 954 ( שׁובּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αἰσχύνομαι
-
3 αισχύνομαι
{гл., 5}осквернить, посрамить, позорить; ср.з.-страд. стыдиться, быть постыженным, совеститься, смущаться.Ссылки: Лк. 16:3; 2Кор. 10:8; Флп. 1:20; 1Пет. 4:16; 1Ин. 2:28. LXX: 954 ( שׁובּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αισχύνομαι
-
4 αισχύνομαι
стыдиться, совеститься -
5 αἰσχύνομαι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰσχύνομαι
-
6 αἰσχύνομαι
(aor. ἡσχύνθην) (с винит. пад.) стыжусь кого, чего -
7 αισχυνω
(ῡ) (fut. αἰσχῠνῶ - ион. αἰσχῠνέω, aor. ᾔσχῡνα; pass.: aor. ᾐσχύνθην - поэт. inf. αἰσχυνθήμεν Pind., эп. part. pf. ᾐσχυμμένος)1) обезображивать, уродовать(πρόσωπον Hom.; Йείδος Pind.; ῥέθος Soph.; ἵππον Xen.; κάλλος Luc.)
νέκυς ᾐσχυμμένος Hom. — обезображенный труп2) осквернять, бесчестить, позорить(γένος πατέρων Hom.; εὐνέν ἀνδρός Aesch.; πόλιν Soph.; πατρῷον δόμον Eur.; γυναῖκας καὴ παῖδας Isocr., Plut.; ἀρετήν τινος Hom., Thuc.)
3) med.-pass. стыдиться, совеститься, стесняться, смущаться(τινά и τι Hom., Soph., Eur., Xen., Plat., τινί Thuc., Arph., Xen., Plat., ἐπί τινι Plat., ἔν τινι Thuc.; ὑπέρ τινος Lys., Aeschin., Luc.; πρός τινα Arst.)
τοῦτό τις λέγων οὐκ αἰσχυνεῖται Plat. — тому, кто говорит это, смущаться нечего;οὐκ αἰσχύνομαι ξύμπλουν ἐμαυτέν τοῦ πάθους ποιουμένη Soph. — я не колеблюсь разделить (твои) страдания4) med. чтить, уважать(τοὺς γέροντας Aeschin.)
-
8 απαισχυνομαι
-
9 επαισχυνομαι
(fut. ἐπαισχυνθήσομαι, aor. ἐπῃσχύνθην) стыдиться, стесняться(τινι Her., Plut., τινα Xen. и τι Plat.; ποιεῖν τι Aesch., Plat., Diod.)
οὐκ ἐπαισχύνει μ΄ ὁρῶν τὸν προστρόπαιον ; Soph. — и тебе не совестно, что я на коленях перед тобой? -
10 υπαισχυνομαι
-
11 υπεραισχυνομαι
чрезвычайно стыдиться, быть крайне смущенным(ἐπί τινι Aeschin.)
ὑπεραισχυνθέντες μέ δόξωσιν ὡς εἶναι προδόται Aeschin. — (фиванские вожди), будучи крайне смущены тем, что их могут счесть предателями -
12 153
{гл., 5}осквернить, посрамить, позорить; ср.з.-страд. стыдиться, быть постыженным, совеститься, смущаться.Ссылки: Лк. 16:3; 2Кор. 10:8; Флп. 1:20; 1Пет. 4:16; 1Ин. 2:28. LXX: 954 ( שׁובּ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 153
-
13 αἰσχύνω
(αἰσχῠт) позорю
- αἰσχύνομαι
См. также в других словарях:
αἰσχύνομαι — αἰσχύ̱νομαι , αἰσχύνω make ugly aor subj mid 1st sg (epic) αἰσχύ̱νομαι , αἰσχύνω make ugly pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι … Dictionary of Greek
αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… … Dictionary of Greek
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
εναντίον — και εναντίο και ενάντιο(ν) (AM ἐναντίον Μ και ἐναντίο και ἐνάντιο[ν]) επίρρ. 1. (με εχθρ. διάθ.) κατά κάποιου («και θανάσιμο τινάζεις εναντίο τους κεραυνό», Σολωμ.) 2. αντίθετα με κάποιον ή με κάτι 3. σε αντίθετη κατεύθυνση, κόντρα σε κάποιον ή… … Dictionary of Greek
εξαισχύνομαι — ἐξαισχύνομαι (Α) [αισχύνομαι] ντρέπομαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
επαίσχυντος — η, ο( ν) αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αισχυντός (< αισχύνομαι «ντρέπομαι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ντρέπομαι — και ντρέπουμαι 1. αισθάνομαι ντροπή, αισχύνομαι («ντρέπομαι να τήν δω μετά από αυτό που τής έκανα») 2. σέβομαι κάποιον, αισθάνομαι δέος για κάποιον, συνήθως μεγαλύτερο σε ηλικία ή ανώτερο σε αξίωμα («ντρέπομαι τον πατέρα μου») 3. διστάζω,… … Dictionary of Greek
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
προαιδούμαι — έομαι, Α οφείλω εκ τών προτέρων σε κάποιον ευγνωμοσύνη για κάτι ή έχω υποχρέωση σε κάποιον για κάτι που έχει συμβεί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰδοῦμαι «αισχύνομαι, σέβομαι»] … Dictionary of Greek
πυδαρίζω — και, κατά το λεξ. Σούδα, πυδαλίζω Α χοροπηδώ χτυπώντας με τα πόδια τα οπίσθιά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολες θεωρούνται οι συνδέσεις του ρ. με το λατ. pudeo «αισχύνομαι», το ρ. σπεύδω… … Dictionary of Greek