-
1 αχρησίμευτος
η, ο [ος, ον ] ненужный, бесполезный, негодный; неиспользуемый
См. также в других словарях:
αχρησίμευτος — η, ο (Μ ἀχρησίμευτος, ον) άχρηστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀχρησίμευτον το να είναι κάτι άχρηστο … Dictionary of Greek
αχρησίμευτος — η, ο αυτός που δε χρησιμεύει, ο άχρηστος: Φύλαγε ακόμη και πράγματα αχρησίμευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)