Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αφθονία

  • 1 αφθονία

    [афтониа] ουσ. Θ. обилие, изобилие,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφθονία

  • 2 изобилие

    ουδ.
    αφθονία, υπερεπάρκεια•

    изобилие сырья αφθονία πρώτων υλών•

    в -и άφθονα, σε αφθονία•

    жить в -и ζω πλούσια•

    изобилие продуктов αφθονία προιόντων.

    Большой русско-греческий словарь > изобилие

  • 3 изобилие

    изобилие с η αφθονία
    * * *
    с
    η αφθονία

    Русско-греческий словарь > изобилие

  • 4 обилие

    обилие с η αφθονία
    * * *
    с
    η αφθονία

    Русско-греческий словарь > обилие

  • 5 избыток

    избыт||ок
    м
    1. (излишек) τό περίσσευμα, τό ξεχείλισμα, τό πλεόνασμα:
    \избыток энергии τό ξεχείλισμα ἐνέργειας·
    2. (изо· билие) ἡ πληθώρα, ἡ ἀφθονία в \избытокке ἐν ἀφθονία· вознаградить кого́-л. с \избытокком ἀμείβω κάποιον μέ τό παραπάνω.

    Русско-новогреческий словарь > избыток

  • 6 урожай

    урожа||й
    м
    1. ἡ σοδιά, ἡ ἐσοδεία, ἡ συγκομιδή:
    уборка \урожайя ἡ συγκομιδή· собирать \урожай συγκομίζω, σοδιάζω·
    2. прям., перен (изобилие) ἡ ἀφθονία, ἡ ἄφθονη συγκομιδή:
    \урожай на фрукты ἀφθονία φρούτων.

    Русско-новогреческий словарь > урожай

  • 7 обилие

    ουδ.
    αφθονία, πληθώρα, σωρεία πλούτος•

    обилие продуктов αφθονία προϊόντων.

    Большой русско-греческий словарь > обилие

  • 8 распространённость

    1. (наличие, встречаемость) η ύπαρξη 2. (изобилие) η αφθονία 3. (преобладание) η διάδοση, η επικράτηση 4. (масштаб) η έκταση, το μέγεθος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространённость

  • 9 богатство

    богатство с 1) ο πλούτος· природные \богатствоа о φυσικός πλούτος 2) (изобилие) η αφ θονία
    * * *
    с
    1) ο πλούτος

    приро́дные бога́тства — ο φυσικός πλούτος

    2) ( изобилие) η αφθονία

    Русско-греческий словарь > богатство

  • 10 вволю

    вволю
    нареч разг κατά βούληση, δσο θέλει κανείς/ ἐν ἀφθονία (в изобилии).

    Русско-новогреческий словарь > вволю

  • 11 достаток

    достат||ок
    м ἡ εὐπορία, ἡ εὐημερία, ἡ ἄνεση [-ις], ἡ ἀφθονία, ἡ ἐπάρκεια:
    жить в \достатокке ζῶ μέ ἄνεση.

    Русско-новогреческий словарь > достаток

  • 12 изобилие

    изоби́л||ие
    с ἡ ἀφθονία, ἡ δαψίλεια, ἡ πλησμονή, τό μπερεκέτι· ◊ рог \изобилиеия τό κέρας τῆς 'Αμάλθειας.

    Русско-новогреческий словарь > изобилие

  • 13 непочатый

    непочат||ый
    прил ἀθικτος, ἀκέραιος, ἀπείρακτος / ὀλοκληρος, ὁλάκερος (целый):
    \непочатыйая буханка хлеба τό ἀκέραιο καρβέλι, τό ἄθικτο καρβέλι· \непочатыйая бочка вина τό ἀπείραχτο βαρέλι κρασί· ◊ \непочатый край ἡ ἀφθονία, τό πλήθος· у меня \непочатый край работы ἔχω δουλειά βουνό.

    Русско-новогреческий словарь > непочатый

  • 14 обилие

    оби́л||ие
    с ἡ ἀφθονία, τό πλήθος, ἡ δα-ψίλεια.

    Русско-новогреческий словарь > обилие

  • 15 полнота

    полнот||а
    «с
    1. ἡ πληρότητα / ἡ πληθώρα, ἡ ἀφθονία (обилие) / ἡ ἀρτιότητα (цельность):
    \полнота власти ἡ ἀπόλυτη ἐξου-σία·
    2. (человека) τό πάχος / ἡ παχυσαρκία» ἡ πολυσαρκία (чрезмерная)· ◊ от \полнотаы души μέ ὀλη τήν καρδιά, ἐξ ὀλης Ψυχής.

    Русско-новогреческий словарь > полнота

  • 16 полный

    полн||ый
    прил V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:
    \полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·
    2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:
    \полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί
    3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:
    \полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·
    4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία

    Русско-новогреческий словарь > полный

  • 17 поток

    поток
    м
    1. τό ρεϋμα, τό ποτάμι / ὁ χείμαρρος (горный):
    \поток слез ποτάμι ἀπό δάκρυα· дождь льет \потоками βρέχει μέ τό τουλούμι·
    2. перен τό ρεϋμα, τό πλήθος, ἡ ἀφθονία:
    людской \поток ἡ ἀνθρωποθάλασσα, ἡ κοσμοπλημμύρα, ἡ συρροή· \поток слов ἡ λογοδιάρροια· ◊ световой \поток физ. ἡ δέσμη φωτός.

    Русско-новогреческий словарь > поток

  • 18 пропасть

    пропа||сть I
    совх см. пропадать· \пропастьвший без вести ἐξαφανισθείς· ◊ \пропастьло дело! πάει χαμένη ἡ ὑπόθεση!· я \пропастьл! χάθηκα!· пиши \пропастьло! разг γράψε ἀλοίμονο!, βάψ° τά μαϋρα!· \пропастьди́ (он) пропадом! разг δέν πάει νά γκρεμιστεί!
    пропаст||ь II ж
    1. ἡ ἄβυσσος, τό χάσμα, τό βάραθρο[ν], ὁ κρημνός, ὁ γκρεμός:
    на краю \пропастьи στό χείλος τοῦ γκρεμοῦ·
    2. (множество) разг πλήθος, πληθώρα, ἀφθονία:
    там было \пропасть народу ἐκεῖ ήταν πλήθος κόσμου· ◊ тьфу, \пропастьΙ φτοῦ νά πάρει ἡ ὁργή!

    Русско-новогреческий словарь > пропасть

  • 19 рог

    рог
    м
    1. τό κέρατο, τό κέρας·
    2. (музыкальный инструмент) τό κόρνο, τό κέρας:
    охотничий \рог τό κυνηγετικόν κέρας· трубить в \рог σαλπίζω μέ τό κέρας-◊ наставить рога кому́-л. βάζω κάποιον κέρατα, κερατώνω· согнуть кого-л. в бараний \рог разг κάνω κάποιον ἀρνάκι· брать быка за рога разг πιάνω τόν ταδρο ἀπό τά κέρατα· обломать рога кому-л. δαμάζω κάποιον \рог изобилия τό κέρας τής 'Αμάλθειας· как из рога изобилия σέ μεγάλη ἀφθονία, ποτάμι.

    Русско-новогреческий словарь > рог

  • 20 изобилие

    [ιζαμπίλιιε] ουσ. ο. αφθονία

    Русско-греческий новый словарь > изобилие

См. также в других словарях:

  • ἀφθονία — ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc/acc dual ἀφθονίᾱ , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίᾳ — ἀφθονίαι , ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφθονία — Η υπερεπάρκεια, η άφθονη παραγωγή. κοινωνία α. Λέγεται και κοινωνία της ευημερίας. Κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η τάση να εξασφαλιστεί υπερεπάρκεια των αγαθών. Η υπερεπάρκεια αυτή, που συνεπάγεται την ύπαρξη προσφοράς μεγαλύτερης από τη ζήτηση,… …   Dictionary of Greek

  • αφθονία — η περίσσεια, πλήθος από όμοια πράγματα: Φέτος είχαμε αφθονία από φρούτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφθονίας — ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem acc pl ἀφθονίᾱς , ἀφθονία freedom from envy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίαι — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc pl ἀφθονίᾱͅ , ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίαν — ἀφθονίᾱν , ἀφθονία freedom from envy fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονιῶν — ἀφθονία freedom from envy fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίαις — ἀφθονία freedom from envy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίη — ἀφθονία freedom from envy fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονίῃ — ἀφθονία freedom from envy fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»