-
1 αφεντικό
[афэндико] ουσ. о. хозяин, владелец.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αφεντικό
-
2 господин
госп||оди́нм1. κύριος:\господинода́1 κύριοι!·2. (хозяин) уст. ὁ κύριος, ὁ ἀφέντης, τό ἀφεντικό· ◊ \господин положения κύριος τής κατάστασης· сам себе \господин κύριος τοῦ ἐαυτού του, ἀνεξάρτητος ἄνθρωπος. -
3 патрон
патрон Iм ὁ πάτρων [-ωνας], ὁ προστάτης (покровитель)/ ὁ προϊστάμενος, τό ἀφεντικό (хозяин предприятия).патрон IIм1. воен. τό φυσίγγι[ον]:боевой (холостой) \патрон τό ἐνσφαιρο (άσφαιρο) φυσίγγι·2. тех. ὁ τρυπανοῦχος·3. 9Λ. ἡ ντούγια·4. (выкройка) τό ©χνάρι. -
4 сам
саммест. (сама, само, сами)1. (лично) ἐγώ ὁ ἰδιος, αὐτός ὁ ἰδιος:он \сам это сказал αὐτός ὁ ἰδιος τό είπε· я \сам ви́дел τό είδα ὁ ϊδιος·2. (без посторонней помощи) μόνος, μοναχός:он \сам справился с работой μόνος του τήν ἔβγαλε πέρα τή δουλειά·3. (усиливает значение мест, и сущ.) ὁ ἰδιος:\сам отец сказал ὁ ἰδιος ὁ πατέρας τό είπε·4. (хозяин, глава) уст. τό ἀφεντικό·5. (олицетворенный) προσωποποιημένη:он \сам сама доброта εἶναι ἡ καλωσύνη προσωποποιημένη· ◊ \сам не свой σαστισμένος· \самό собой разумеется εἶναι αὐτονόητο, ἐννοείται· \сам по себе (по природе) ἀυτός καθ' ἐαυτός. -
5 хозяин
хозя||инм ὁ νοικοκύρης/ ὁ ίδιοχτήτης (владелец)/ ὁ ἀφέντης, τό ἀφεντικό (по отношению к работнику):\хозяин дома а) ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ, ὁ οἰκοδεσπότηζ, б) ὁ σπιτονοικοκύρης (владелец)· \хозяин гостиницы ὁ ξενοδόχος· \хозяин магазина ὁ καταστηματάρχης· он хороший \хозяин εἶναι καλός νοικοκύρης· ◊ быть \хозяинииом в собственном доме εἶμαι ἀφέντης στό σπίτι μου· я сам себе \хозяин δέν ἔχω κανέναν πάνίο ἀπό τό κεφάλι μου· быть \хозяинином положения εἶμαι κύριος τής καταστάσεως· \хозяинева поля спорт. ἡ γηπεδούχος ὁμάδα. -
6 хозяин
[χαζγιάιν] ουσ. α νοικοκύρης, ιδιοκτήτης, αφεντικό -
7 хозяин
[χαζγιάιν] ουσ α νοικοκύρης, ιδιοκτήτης, αφεντικό -
8 барин
-а, πλθ.(απλ.) баре, κ. бары, бар, α.1. κύριος, αφέντης, άρχοντας. || αφεντικό, κύριος (ως προς τον υπηρέτη).2. τεμπέλης, φυγόπονος.εκφρ.жить -ом – ζω αρχοντικά, αρχοντοζώ, αρχοντοπερνώ•сидеть -ом – κάθομαι αρχοντικά, σαν άρχοντας. -
9 господин
-а, πλθ. -да, -од, -ам α.1. κύριος, κυρίαρχης, άρχοντας. || αφέντης, αφεντικό. || οικοδεσπότης.2. κύριος (από προνομιούχα τάξη). || κύριος (τιμητική προσηγορία, ειρωνικά ή περιφρονητικά).εκφρ.быть -ом своего слова ή своему слову – κρατώ το, λόγο μου, τηρώ την υπόσχεση•служу двум -ам – υπηρετώ δυο αφεντικά (δυο γραμμές, δυο κόμματα κ.τ.τ.)• сам себе господин είμαι κύριος του εαυτού μου, είμαι αυτεξούσιος. -
10 принципат
-а α. παλ.προϊστάμενος, κύριος, αφεντικό, αφέντης. -
11 хозяин
-а, πλθ. хозяева-зяев α.1. κύριος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, αφεντικό• νοικοκύρης οικοδεσπότης•хозяин дома ο σπιτονοικοκύρης•
хозяин замка πυργοδεσπότης•
хозяин магазина ο μαγαζάτορας•
хозяин предприятия ο επιχειτηματίας.
|| διαχειριστής•хозяин он плохой δεν είναι καλός νοικοκύρης. εξουσιαστής•
хозяин положения κύριος της κατάστασης.
|| (προσφώνηση)• κύριε•хорошо жившь хозяин καλά ζεις, κύριε.
2. ο σύζυγος.3. βλ. домовой (2 σημ.).4. (βιολ.)• οργανισμός στον οποίο ζει, το παράσιτο.εκφρ.быть -ом в собственном доме – είμαι κύριος (αφέντης) στο σπίτι μου•- ева поля – οι γηπεδούχοι (αθλητές, παίχτες).
См. также в других словарях:
αφεντικό — το (και αφεντικός, ο) 1. κύριος, αφέντης 2. ο κύριος ως προς το υπηρετικό προσωπικό 3. κύριος του σπιτιού, οικοδεσπότης 4. ο εργοδότης 5. στον πληθ. τα αφεντικά α) ο κύριος και η κύρια του σπιτιού ή οι εργοδότες 6) η τάξη των αφεντάδων. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού … Dictionary of Greek
αφεντικός — ή, ό αρχοντικός: Αφεντική προσταγή και τα σκυλιά δεμένα (παροιμ. φράση)· το αρσ., αφεντικός, ο και το ουδ., αφεντικό, το ως ουσ., ο κύριος, ο προϊστάμενος: Να ρωτήσω τον αφεντικό μου. – Το αφεντικό αυτή τη στιγμή λείπει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δούλος — η και α, ο (AM δοῡλος, η, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) αυτός που στερείται την προσωπική του ελευθερία από αιχμαλωσία, αγορά ή κληρονομιά και αποτελεί ιδιοκτησία άλλου μσν. νεοελλ. 1. υπηρέτης, διάκονος, υποτακτικός 2. «δοῡλος τοῡ θεοῡ»… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Nikitas Platis — Νικήτας Πλατής Born 1912 Amorgos, Greece Died November 14, 1984 Greece Occupation actor Nikitas Platis (Greek: Νικήτας Πλατής, 1912 in Amorgos November 14, 1984 in Athens) was a Greek actor in theater and movi … Wikipedia
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Nikos Stavridis — Νίκος Σταυρίδης Born 1910 Samos, Principality of Samos (now Greece) Died December 4, 1987 … Wikipedia
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… … Dictionary of Greek