-
1 αυτοσχεδιασμός
[афтосхедиасмос] ουσ. α импровизация,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυτοσχεδιασμός
-
2 импровизация
ο αυτοσχεδιασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > импровизация
-
3 экспромт
ο αυτοσχεδιασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экспромт
-
4 импровизация
[ιμπραβιζάτσυγια] ουσ. Θ. αυτοσχεδιασμός -
5 импровизация
[ιμπραβιζάτσυγια] ουσ θ αυτοσχεδιασμός -
6 импровизация
-и θ.αυτοσχεδιασμός• αυτοσχεδίασμα.
См. также в других словарях:
αυτοσχεδιασμός — Η ικανότητα να πραγματοποιεί κανείς κάτι χωρίς προπαρασκευή συχνά κάτω από την πίεση αντικειμενικής ανάγκης, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής. Ιδιαίτερα ο όρος χρησιμοποιείται στη μουσική, στον χορό και στο θέατρο για την εκτέλεση σύνθεσης,… … Dictionary of Greek
αυτοσχεδιασμός — ο το να κάνει κανείς κάτι πρόχειρα, χωρίς προηγούμενο σχέδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοσχεδιασμοῖς — αὐτοσχεδιασμός extemporaneous speaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιασμούς — αὐτοσχεδιασμός extemporaneous speaking masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
αυτοσχεδίασμα — το και αυτοσχεδιασμός, ο (Α αὐτοσχεδίασμα, το και αὐτοσχεδιασμός, ο) [αὐτοσχεδιάζω] λόγος ή πράξη που γίνεται πρόχειρα, χωρίς πρετοιμασία νεοελλ. ειδική ικανότητα των ηθοποιών να αυτοσχεδιάζουν, να δίνουν εντελώς προσωπική ερμηνεία, με εμπνεύσεις … Dictionary of Greek
καντέντσα — (cadenza). Μουσικός αυτοσχεδιασμός με δεξιοτεχνικό χαρακτήρα. Ξεκίνησε να εφαρμόζεται κυρίως τον 18ο αι. από τους τραγουδιστές και τους σολίστες των κοντσέρτων, με σκοπό να γίνει πιο έκδηλη η κλίμακα των τεχνικών τους προσόντων. Με την έννοια… … Dictionary of Greek
μονωδία — Μέλος για μια μόνο φωνή χωρίς συνοδεία, που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα έως τον 9o αι., δηλαδή έως την έναρξη της εποχής της πολυφωνίας. Η περίοδος της μ. ονομάστηκε μονωδιακή ή ομοφωνική, όρος που σημαίνει ότι μια ομάδα… … Dictionary of Greek
σόλο — το, Ν 1. α) σύνολο ή μέρος μουσικής σύνθεσης για φωνή ή για όργανο, που είναι γραμμένο για έναν και εκτελείται ή ερμηνεύεται από έναν μόνο εκτελεστή ή ερμηνευτή («σόλο βιολί») β) (ειδικά) μονωδία 2. αυτοσχεδιασμός ποικίλης έκτασης που αναπτύσσει… … Dictionary of Greek
τακσίμ — το, Ν μελωδικός αυτοσχεδιασμός με ελεύθερη μορφή, στην ισλαμική μουσική, ο οποίος εκτελείται από σόλο φωνή ή σόλο όργανο ή και από τα κύρια όργανα μιας ορχήστρας, τα οποία πρωταγωνιστούν διαδοχικά … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek