-
1 αυτοσχεδιαζω
1) действовать без подготовки, быстро совершать(τι Thuc., Xen.)
2) говорить экспромтом Plat., Isocr.3) поступать необдуманно, говорить наобум, поверхностно(περί τινος Isocr., Plat.; περί τι Arst.)
μέ αὐ. εἰς τὰ σώματά τινων Aeschin. — бережно относиться к чьим-л. жизням -
2 αυτοσχεδιάζω
μετ. импровизировать -
3 αυτοσχεδιάζω
[афтосхедиазо] ρ импровизировать.
См. также в других словарях:
αὐτοσχεδιάζω — act pres subj act 1st sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχεδιάζω — αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αυτοσχεδιάζω — (AM αὐτοσχεδιάζω) 1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής 2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα … Dictionary of Greek
αυτοσχεδιάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, κάνω κάτι πρόχειρα, χωρίς προηγούμενο σχέδιο: Την ομιλία του την αυτοσχεδίασε την ώρα που μιλούσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτοσχεδιάζομεν — αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 1st pl (doric) αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 1st pl αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζῃ — αὐτοσχεδιάζω act pres subj mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίαζε — αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 3rd sg (doric) αὐτοσχεδιάζω act pres imperat act 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαζόντων — αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc/neut gen pl αὐτοσχεδιάζω act pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζει — αὐτοσχεδιάζω act pres ind mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζοντα — αὐτοσχεδιάζω act pres part act neut nom/voc/acc pl αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζοντι — αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc/neut dat sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)