Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αυτονόητος

См. также в других словарях:

  • αυτονόητος — η, ο (Μ αὐτονόητος, ον) αυτός που είναι κατανοητός από μόνος του, ευνόητος, σαφής …   Dictionary of Greek

  • αυτονόητος — η, ο αυτός που εννοείται από μόνος του, ο φανερός από μόνος του: Είναι αυτονόητο πως δε θα ’ρθω στην εκδρομή, αν δε μου δώσουν άδεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • αυταπόδεικτος — η, ο αυτός που αποδεικνύεται από μόνος του, ο αυτονόητος …   Dictionary of Greek

  • αυτόκρανος — αὐτόκρανος, ον (Α) φρ. «αὐτόκρανος λόγος» αυτονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρανος < κραίνω, ποιητ. και κραιαίνω «φέρνω σε πέρας, εκτελώ, καταλήγω»] …   Dictionary of Greek

  • ταυτονόητος — ον, Μ 1. αυτονόητος 2. αυτός που εκφράζει το ίδιο νόημα με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + νοητός (< νοῶ), πρβλ. εὐ νόητος] …   Dictionary of Greek

  • υπονοώ — ὑπονοῶ, έω, ΝΑ [νοῶ] νεοελλ. 1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως») 2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος 3. (το ουδ. μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • ԻՆՔՆԻՄԱՑ — ( ) NBH 1 0862 Chronological Sequence: 8c αὑτονόητος se ipso intellectilis իմանալի իւրեւ. ինքնին իմացօղ, իմացեալ. *Ընդ որոց ինքնիմացքն եւ աստուածայինք՝ արդարեւ ազնուիցն առփմանց որ անդ առաւելութիւնք եւ մեզ ընտանեբար օրհնաբանի. Դիոն. ածայ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • υπονοώ — υπονόησα, υπονοήθηκα 1. υποδηλώνω κάτι έμμεσα χωρίς να το λέω ρητά, εκφράζω κάτι συγκαλυμμένα: Ο ποιητής υπονοεί σ αυτό το ποίημα κάτι άλλο. 2. το μέσ., υπονοούμαι δε λέγομαι ρητά, αλλά εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος: Αυτό υπονοείται. 3. το ουδ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»