-
1 αυτονομία
[афтономиа] ουσ. θ. автономия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυτονομία
-
2 автономия
-
3 автономия
автоном||ияж ἡ αὐτονομία:национальная \автономия ἡ ἐθνική αὐτονομία. -
4 автономия
η αυτονομίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автономия
-
5 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
6 партикуляризм
η τάση προς την αυτοδιοίκηση, η αυτονομία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > партикуляризм
-
7 самоуправление
самоуправлениес ἡ αὐτοδιοίκηση [-ις]/ ἡ αὐτονομία (автономия):местное \самоуправление ἡ τοπική αὐτοδιοίκηση· городское \самоуправление ἡ αὐτοδιοίκηση τής πόλης· органы \самоуправлениеия τά ὅργανα τής αὐτοδιοίκησης. -
8 автономия
[αφτανόμιγια] ουσ. θ. αυτονομία. -
9 автономия
[αφτανόμιγια] ουσ θ αυτονομία. -
10 автономия
-и θ.αυτονομία. -
11 автономность
-и θ.αυτονομία. -
12 партикуляризм
-а α.τάση αυτοδιοίκησης, αυτονομία.
См. также в других словарях:
αὐτονομία — αὐτονομίᾱ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc/acc dual αὐτονομίᾱ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτονομία — Όρος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως συνώνυμος της αυτάρκειας και της μη εξάρτησης. Στα νομοθετικά κείμενα και στο λεξιλόγιο των πολιτικών συγγραφέων η λέξη α. δεν έχει ακριβολογημένη νομική έννοια και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τομείς… … Dictionary of Greek
αὐτονομίᾳ — αὐτονομίαι , αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc pl αὐτονομίᾱͅ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτονομία — η το να κυβερνιέται κάποιος με νόμους που βάζει ο ίδιος, η ανεξαρτησία: Η αυτονομία του Αγ. Όρους είναι κατοχυρωμένη από το σύνταγμα της Ελλάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτονομίας — αὐτονομίᾱς , αὐτονομία freedom to use its own laws fem acc pl αὐτονομίᾱς , αὐτονομία freedom to use its own laws fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονομίαι — αὐτονομία freedom to use its own laws fem nom/voc pl αὐτονομίᾱͅ , αὐτονομία freedom to use its own laws fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονομίαν — αὐτονομίᾱν , αὐτονομία freedom to use its own laws fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονομίαις — αὐτονομία freedom to use its own laws fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτονομίην — αὐτονομία freedom to use its own laws fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek