Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αυστηρός

  • 1 αυστηρός

    [афстирос] εκ. строгий, суровый,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυστηρός

  • 2 строгий

    επ., βρ: строг, строга, строго, строже, строжайший.
    1. αυστηρός•

    строгий учитель αυστηρός δάσκαλος•

    строгий критик αυστηρός κριτικός•

    строгий вид αυστηρή μορφή (όψη)•

    строгий тон αυστηρός τόνος•

    -ая диэта αυστηρή δίαιτα•

    строгий вид αυστηρή όψη.

    2. πιστός•

    строгий приверженец классицизма θιασιώτης του κλασικισμού.

    3. (κυνηγ.) πολύ επιφυλακτικός, προφυλακτικός•

    -ая дичь προφυλακτικό θήραμα.

    Большой русско-греческий словарь > строгий

  • 3 суровый

    επ.
    1. αυστηρός•

    суровый человек αυστηρός άνθρωπος•

    -ые нравы αυστηρά έθιμα•

    -ое воспитание αυστηρή διαπαιδαγώγηση•

    суровый тон αυστηρός τόνος•

    -ое воспитание спартанцев η αυστηρή διαπαιδαγώγηση των Σπαρτιατών•

    суровый эя проверка αυστηρός έλεγχος•

    -ая дисциплина αυστηρή πειθαρχία.

    2. σκληρός, τραχύς•

    -ая борьба σκληρός αγώνας•

    -ая жизнь σκληρή ζωή.

    || καταθλιπτικός• δυσάρεστος, απεχθής•

    -ые впечатления καταθλιπτικές εντυπώσεις•

    -ая картина καταθλιπτική εικόνα.

    3. δριμύς, βαρύς• αψύς•

    -ая зима βαρύς χειμώνας, βαρυχειμωνιά.

    επ.
    άγαρμπος, τραχύς• χοντροει-δής•

    -ое полотно χοντροειδές ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > суровый

  • 4 жёсткий

    жёсткий 1) σκληρός 2) перен. αυστηρός
    * * *
    2) перен. αυστηρός

    Русско-греческий словарь > жёсткий

  • 5 строгий

    строгий αυστηρός; απαιτητικός (требовательный) ◇ \строгий выговор η αυστηρή μομφή
    * * *
    αυστηρός; απαιτητικός ( требовательный)
    ••

    стро́гий вы́говор — η αυστηρή μομφή

    Русско-греческий словарь > строгий

  • 6 суровый

    суровый αυστηρός, σκληρός
    * * *
    αυστηρός, σκληρός

    Русско-греческий словарь > суровый

  • 7 жесткий

    жестк||ий
    прил
    1. σκληρός, στερεός / ἀλύγιστος (негнущийся)Ι τραχύς (о коже)/ γλυφός (о воде):
    \жесткийое мясо τό σκληρό κρέας· \жесткийие волосы τά σκληρά μαλλιά·
    2. перен σκληρός, αὐστηρός (грубый, резкий)/ δριμύς (суровый):
    \жесткийие черты τά ἀδρά χαρακτηριστικά·
    3. перен (решительный, крутой) αὐστηρός:
    \жесткийие меры τά αὐστηρά μέτρα· \жесткий срок ἡ αὐστηρά καθορισμένη προθεσμία· ◊ \жесткий вагон ж.-д. βαγόνι τρίτης θέσεως.

    Русско-новогреческий словарь > жесткий

  • 8 строгий

    строг||ий
    прил вразн. знач. αυστηρός:
    \строгий учитель ὁ αὐστηρός δάσκαλος· \строгий взгляд ἡ αὐστηρή ματιά· \строгийая диета ἡ αὐστηρή δίαιτα· \строгий приказ ἡ αὐστηρή διαταγή· \строгий выговор ἡ αὐστηρή μομφή· \строгийие меры τά αὐστηρά μέτρα· ◊ \строгийие черты лица τά κανονικά χαρακτηριστικά· \строгий вкус τό αὐστηρό γούστο.

    Русско-новогреческий словарь > строгий

  • 9 грозный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно.
    1. τρομερός, φοβερός• τρομακτικός•

    -ое оружие τρομερό όπλο•

    грозный взгляд τρομαχτικό βλέμμα•

    -ые события φοβερά γεγονότα•

    грозный час τρομερή ώρα•

    -мститель τρομερός εκδικητής.

    2. (απλ.) σκληρός, αυστηρός•

    грозный муж αυστηρός σύζυγος.

    Большой русско-греческий словарь > грозный

  • 10 суроветь

    -ею, -еешь
    ρ.δ. γίνομαι αυστηρός ή πιο αυστηρός.

    Большой русско-греческий словарь > суроветь

  • 11 жёсткий

    1. (не мягкий, твёрдый) σκληρός 2. (строгий) σκληρ/ός, αυστηρός
    - режим - όρος, η αυστηρή προδιαγραφή
    3. (ο конструкции) άκαμπτος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткий

  • 12 взыскательный

    взыскательный
    прил ἀπαιτητικός, αὐστηρός.

    Русско-новогреческий словарь > взыскательный

  • 13 разббрчивый

    разббрчив||ый
    прил
    1. (о почерке) εὐανάγνωστος·
    2. (требовательный) ἀπαιτητικός, δύσκολος, αὐστηρός/ προσεκτικός (в средствах):
    быть \разббрчивыйым в еде εἶμαι δύσκολος στό φαΐ.

    Русско-новогреческий словарь > разббрчивый

  • 14 сменить

    сменить
    сов см. сменять· \сменить гнев на милость ἀπό αὐστηρός γίνομαι μαλακός.

    Русско-новогреческий словарь > сменить

  • 15 суровый

    суров||ый I
    прил
    1. (твердый, непреклонный) αὐστηρός:
    \суровыйое лицо́ τό αὐστηρό πρόσωπο· \суровый тон τό αὐστηρό ὕφος· \суровый приговор ἡ αὐστηρή καταδίκη· \суровыйая дисциплина ἡ αὐστηρή πειθαρχία·
    2. (тяжелый, полный трудностей) τραχύς, βαρύς:
    \суровыйая жизнь ἡ τραχεία (или ἡ βαρειά) ζωή· \суровыйая борьба ὁ τραχύς ἀγώνας·
    3. (о климате, крае и т. п.) τραχύς, δριμύς.
    суров||ый II
    прил (небеленый) χοντρο-φτιαγμένος, ἀλεύκαστος:
    \суровыйое полотно́ τό χοντρόπανο· \суровыйая парусина τό καρα-βόπανο· \суровыйые нитки τό χοντροφτιαγμένο νήμα.

    Русско-новогреческий словарь > суровый

  • 16 тяжелый

    тяжел||ый
    прил
    1. βαρύς:
    \тяжелый гру́з τό βαρύ φορτίο· \тяжелый чемодан ἡ βαρειά βαλί-τσα·
    2. (суровый) βαρύς/ αὐστηρός (строгий):
    \тяжелыйое наказание ἡ βαρειά ποινή· \тяжелыйая ответственность ἡ βαρειά εὐθύνη· \тяжелыйая вина τό βαρύ πταίσμα, τό σοβαρό σφάλμα· \тяжелыйое преступление τό βαρύ ἔγκλημα·
    3. (трудный, утомительный) δύσκολος, βαρύς, κουραστικός:
    \тяжелый труд ὁ βαρύς κόπος· \тяжелыйая работа ἡ βαρειά ἐργασία· \тяжелыйая задача τό δύσκολο καθήκο·
    4. (серьезный) σοβαρός:
    \тяжелыйая болезнь ἡ σοβαρή ἀσθένεια·
    5. (мучительный) δύσκολος, βαρύς, λυπηρός, θλιβερός:
    \тяжелыйое зрелище τό λυπηρό θέαμα· \тяжелыйое чу́вство τό βαρύ αίσθημα· \тяжелый день ἡ βαρειά ἡμέρα· \тяжелыйые времена οἱ δύσκολοι καιροί· ◊ \тяжелыйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \тяжелыйая артиллерия τό βαρύ πυροβολικό· \тяжелый танк βαρύ ἄρμα μάχης· \тяжелыйое топливо ἡ βαρειά καύσιμη ὕλη· \тяжелыйое дыхание ἡ δύσκολη ἀναπνοή· \тяжелый сон ὁ βαρύς ὑπνος· \тяжелыйая голова τό βαρύ κεφάλι (άπ' τήν ἀϋπνία)· \тяжелый шаг τό βαρύ βήμα \тяжелый нрав ὁ ἰδιότροπος χαρακτήρας· \тяжелый на подъем ὁ τεμπέλης, ὁ δυσκίνητος· \тяжелый воздух ἡ βαρειά ἀτμόσφαιρα· \тяжелыйая пища ἡ δύσπεπτη τροφή· \тяжелыйая рука́ τό βαρύ χέρι· с \тяжелый-ым сердцем μέ βαρειά καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > тяжелый

  • 17 строгий

    [στρόγκιϊ] επ. αυστηρός

    Русско-греческий новый словарь > строгий

  • 18 суровый

    [σουρόβυΐ] επ. αυστηρός

    Русско-греческий новый словарь > суровый

  • 19 строгий

    [στρόγκιϊ] επ αυστηρός

    Русско-эллинский словарь > строгий

  • 20 суровый

    [σουρόβυϊ] επ αυστηρός

    Русско-эллинский словарь > суровый

См. также в других словарях:

  • αὐστηρός — harsh masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυστηρός — ή, ό (AM αὐστηρός, ά, όν) 1. σκληρός, τραχύς, ανεπιεικής 2. σοβαρός, αξιοπρεπής, εγκρατής 3. (για ύφος κειμένων) λιτός, απέριττος, χωρίς στολίδια 4. (για τη γεύση) πικρός, οξύς, στυφός νεοελλ. σκληρός, πιεστικός, επαχθής αρχ. 1. (μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • αυστηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. σκληρός, τραχύς, άγριος (αντίθ. επιεικής): Ήταν πάντα αυστηρός τηρητής του νόμου. 2. λιτός, εγκρατής, ολιγαρκής: Η ζωή του ήταν πολύ αυστηρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐστηρά — αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc pl αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc/acc dual αὐστηρά̱ , αὐστηρός harsh fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρότερον — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτάτων — αὐστηρός harsh fem gen superl pl αὐστηρός harsh masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέραις — αὐστηρός harsh fem dat comp pl αὐστηροτέρᾱͅς , αὐστηρός harsh fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέρων — αὐστηρός harsh fem gen comp pl αὐστηρός harsh masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηροτέρως — αὐστηρός harsh adverbial comp αὐστηρός harsh masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρῶν — αὐστηρός harsh fem gen pl αὐστηρός harsh masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐστηρόν — αὐστηρός harsh masc acc sg αὐστηρός harsh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»