-
1 αυθαίρετος
[афтэрэтос] εκ. произвольный, своевольный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αυθαίρετος
-
2 произвольный
1. (ничем не стесняемый, свободный) ελεύθερος, ανεξάρτητος, αδέσμευτος, απεριόριστος 2. (производимый самовольно, по своему усмотрению) αυθαίρετος, ακαθόριστος 3. (не вытекающий из чего-л., лишённый доказательств) αβάσιμος, δίχως έρεισμα, αυθαίρετος, ανα-πόδεικτος, αθεμελίωτος, αστήρικτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > произвольный
-
3 условный
1. (установленный по условию между кем-л.) συμ(πε)φωνημένοςσυνθηματικός2. (оговоренный каким-л. условием, имеющий силу только при наличии какого-л. условия) με όρο Заявляющийся условностью, относительный) σχετικός 4. (не существующий в действительности в том виде, как это дано где-л.) υποθετικός 5. (произвольный) αυθαίρετος 6. (временный, предварительный) δοκιμαστικόςπροσωρινός7. иск. συμβολικός 8 грам. υποθετικ/ός 9. (принятый за основу при вычислении) τυπικός 10. мед. (рефлекс) το εξαρτημένο αντανακλαστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условный
-
4 произвольный
произвольно||ыйприл I. (свободный) αὐτόβουλος, αὐτοθελής, αὐτοπροαίρετος:\произвольныйые движения κινήσεις κατά βούλησιν2. (самовольный, необоснованный) αὐθαίρετος:\произвольныйое решение ἡ αὐθαίρετη ἀπόφαση. -
5 самовольный
самоволь||ныйприл αὐθαίρετος:\самовольныйная отлу́чка ἡ αὐθαίρετη ἀπουσία. -
6 самочинный
самочинныйприл αὐθαίρετος. -
7 своевольный
своевольн||ыйприл αὐθαίρετος. -
8 самовольный
[σαμαβόλ’νυϊ] εκ. αυθαίρετος -
9 самодур
[σαμαντούρ] ουσ. α αυθαίρετος άνθρωπος -
10 своевольный
[σβαιβόλ’νυϊ/] επ. αυθαίρετος -
11 самовольный
[σαμαβόλ’νυϊ] επ αυθαίρετος -
12 самодур
[σαμαντούρ] ουσ α αυθαίρετος άνθρωπος -
13 κάνω κάτι αυθαίρετα
[σβαιβόλ’νυϊ] επ αυθαίρετος -
14 своевольный
[σβαιβόλ’νυϊ] επ αυθαίρετος -
15 безответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -венноανεύθυνος, ανυπεύθυνος•-ое лицо ανεύθυνο πρόσωπο.
|| αυθαίρετος, ασυνείδητος. -
16 незаконный
επ., βρ: -онен, -онна, -онно; παράνομος, έκνομος, άνομος, εκτός νόμουнезаконныйые действия παράνομες ενέργειες•-ое лишение свободы παράνομη στέρηση της ελευθερίας.
|| αντικανονικός νεφάριος• νόθος•незаконный брак παράνομος γάμος•
незаконный ребёнок νόθο τέκνο.
|| ανώμαλος, μη σωστός, αυθαίρετος, παρά τα καθιερωμένα. -
17 партизанский
επ.αντάρτικος, παρτιζάνικος•-ое движение αντάρτικο κίνημα•
партизанский отрид τμήμα ανταρτών•
-ая воина ανταρτοπόλεμος•
-ая жизнь αντάρτικη ζωή.
|| μτφ. ανοργάνωτος• αυθαίρετος•-ие методы αντάρτικες μέθοδες καθοδήγησης.
-
18 произвольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. ελεύθερος• κατ ιδία βούληση, με δική τουθέληση•-ые движения ελεύθερες κινήσεις.
2. αυθαίρετος• αυταρχικός•-ое распоряжение αυθαίρετη διαταγή.
|| αβάσιμος, αστήριχτος•произвольный вывод αυθαίρετο συμπέρασμα.
-
19 самовольный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; αυθαίρετος, αυταρχικός• απείθαρχος, άτακτος•самовольный уход αυθαίρετη φυγή•
-ая отлучка αυθαίρετη απουσία•
-ые дети απείθαρχα παιδιά.
-
20 самопроизвольный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. ακούσιος, απροαίρετος, άθελος• αυθαίρετος, αυθόρμητος, αυτόματος• ενστικτώδης•-ые движения αυτόματες κινήσεις.
2. παλ. εκούσιος, οικειοθελής, αυτοθέλητος, αυτόθελος, αυτοπροαίρετος.εκφρ.- ое зарождение – βλ. самозарождение.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐθαίρετος — self chosen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθαίρετος — η, ο (AM αύθαίρετος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται αυθαίρετα, χωρίς να ακολουθηθούν ορισμένες αρχές, νόμοι, κανονισμοί κ.λπ. 2. το ουδ. ως ουσ. τα αυθαίρετα οικοδομές που έγιναν χωρίς να έχει εκδοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
αυθαίρετος — η, ο 1. αυτός που αποφασίζει σύμφωνα με τη δική του γνώμη και θέληση: Στις ενέργειές του συνήθως ήταν αυθαίρετος. 2. αυτός που ενεργεί αντίθετα από το νόμο: Η ενέργεια αυτή του νομάρχη ήταν αυθαίρετη. Ουσ. αυθαιρεσία, η η αυθαίρετη ενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐθαιρέτως — αὐθαίρετος self chosen adverbial αὐθαίρετος self chosen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαίρετον — αὐθαίρετος self chosen masc/fem acc sg αὐθαίρετος self chosen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαιρέτοις — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαιρέτου — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαιρέτους — αὐθαίρετος self chosen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαιρέτων — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαιρέτῳ — αὐθαίρετος self chosen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθαίρετα — αὐθαίρετος self chosen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)