-
1 ατέρμονας
[атэрмонас] επ. бесконечныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ατέρμονας
-
2 безбрежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноαπέραντος, ατέρμονας, αχανής, ατελεύτητος. || πολύ μεγάλος, απεριόριστος, τεράστιος•-ая скорбь βαρύ πένθος.
-
3 бездонный
επ. (κυρλξ. κ. μτφ.)απύθμενος, άπατος. || απέραντος, ατέρμονάς, αχανής.εκφρ.- ая бочка – α) τρυποχουλιάρα, καταβόθρα (για μέθυσσο)• β) πολυέξοδος, πολυδάπανος, χαλαστής, σπάταλος. -
4 бескрайний
-яя, -ее, κ. бескрайный, -ая, -оеαπέραντος, ατέλειωτος, ατέρμονας, χωρίς άκρη•бескрайний простор απέραντη έκταση.
-
5 кливер
-а α. (ναυτ.): ατέρμονας, φλόκος. -
6 конец
-нца α.1. τέλος, τέρμα, πέρας•месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•
-песни τέλος του τραγουδιού•
без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•
при - жизни προς το τέλος της ζωής•
доводить до -а φέρω σε πέρας•
от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•
-нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.
2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.
3. θάνατος•тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.
4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.εκφρ.до -а – ως το τέλος•под -ом – προς το τέλος•из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•нет -а – δεν υπάρχει τέλος•-а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•- ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•- ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε. -
7 неизмеримый
επ., βρ: -рим, -а, -оαμέτρητος, άμετρος, ανυπολόγιστος. || άπειρος, -απειράριθμος? απέραντος, ατέρμονας. -
8 необозримый
επ., βρ: -рим, -а, -оαπέραντος, άπειρος, ατέρμονας, αχανής, αθέατος•-ые дали τα αθέατα μάκρη•
-ое пространство απέραντη έκταση•
-ое войско απειράριθμο (αμέτρητο) στράτευμα•
необозримый океан αχανής ωκεανός.
-
9 червяк
-а α.βλ. червь 1 (1,2 σημ.).(τεχ.) κοχλίας ατέρμονας.
См. также в других словарях:
ἀτέρμονας — ἀτέρμων without bound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)