-
1 ασφάλιση
[асфалиси] ουσ. Θ. обеспечение, страховка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασφάλιση
-
2 страхование
страхование с η ασφάλιση, η ασφάλεια; социальное \страхование η κοινωνική ασφάλιση; \страхование жизни (имущества ) η ασφάλεια ζωής (περιουσίας)* * *сη ασφάλιση, η ασφάλειαсоциа́льное страхова́ние — η κοινωνική ασφάλιση
страхова́ние жи́зни (иму́щества) — η ασφάλεια ζωής (περιουσίας)
-
3 страхование
страхованиес ἡ ἀσφάλιση [-ις], ἡ ἀσφάλεια:государственное \страхование ἡ κρατική ἀσφάλιση· социальное \страхование οἱ κοινωνικές ἀσφαλίσεις· \страхование жизни ἡ ἀσφάλεια ζωής. -
4 страхование
-я ουδ.ασφάλιση, -λεια•имущества от огня ασφάλεια της περιουσίας από πυρκαγιά (πυρασφάλεια)•
страхование жизни ασφάλεια ζωής•
взаимное страхование αλληλασφάλεια•
государственное страхование κρατική ασφάλεια•
социальное страхование κοινωνική ασφάλιση.
-
5 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
6 закрытие
1. (остановка действия, проникновения чего-л., прекращение доступа куда-л. и т.п.) το κλείσιμο, η ασφάλιση. - клапана - της βαλβίδας 2. (люковое) το κάλυμμα του στομίου του κύτους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрытие
-
7 запирание
1. (на замок) το κλείσιμο/η ασφάλιση με κλειδί/κλειδαριά 2. рад. η διακοπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запирание
-
8 застопоривание
το σταμάτημα, η ασφάλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > застопоривание
-
9 зашплинтовывание
η ασφάλιση με περόνη (κοπίλια)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зашплинтовывание
-
10 заштифтование
η ασφάλιση με αξο-νίσκο/ήλο/στυλίσκο/σφήνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заштифтование
-
11 стопорение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стопорение
-
12 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
13 шплинт
тех. η κοπίλιαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шплинт
-
14 страховка
страховкаж ἡ ἀσφάλιση [-ις]. -
15 страхование
[στραχαβάνιιε] ουσ. ο. ασφάλιση -
16 страховка
[στραχόφκα] ουσ. θ. ασφάλιση -
17 страхование
[στραχαβάνιιε] ουσ ο ασφάλιση -
18 страховка
[στραχόφκα] ουσ θ ασφάλιση -
19 собес
-а α.1. κοινωνική ασφάλιση.2. το ίδρυμα κοινωνικών ασφαλίσεων. -
20 социальный
επ.κοινωνικός•социальный прогресс κοινωνική πρόοδος•
социальный состав населения κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού•
-ые противоречия κοινωνικές αντιθέσεις•
-ое положение η κοινωνική θέση•
-ые науки κοινωνικές επιστήμες.
εκφρ.социальный дарвинизм – κοινωνικός δαρβινισμός (αντιδραστικό κοινωνιολογικό ρεύμα)•социальный мир – κοινωνική ειρήνη (παραλλαγή της ειρήνης των τάξεων)•-ое обеспечение ή страхование – κοινωνική ασφάλιση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασφάλιση — η εξασφάλιση: Η κοινωνική ασφάλιση είναι σήμερα σχεδόν καθολική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασφάλιση — η (Μ ἀσφάλισις) εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά νεοελλ. 1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή … Dictionary of Greek
ἀσφαλίσῃ — ἀσφαλίζομαι aor subj mp 2nd sg ἀσφαλίζομαι fut ind mp 2nd sg ἀσφαλίζω fortify aor subj mid 2nd sg ἀσφαλίζω fortify aor subj act 3rd sg ἀσφαλίζω fortify fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή … Dictionary of Greek
κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… … Dictionary of Greek
αλληλασφάλιση — και αμοιβαία ασφάλιση, η η ασφάλιση που καλύπτεται όχι από τις ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά από τους ίδιους τους ασφαλιζόμενους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ασφάλιση. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλασφαλιστικός] … Dictionary of Greek
υπερασφάλιση — η, Ν [ασφάλιση] 1. (ιδιωτ. δίκ.) ασφάλιση κατά την οποία το ασφαλιστικό ποσό είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία 2. ναυτ. ασφάλιση πλοίου ή εμπορεύματος για ποσό ανώτερο από την πραγματική αξία τους … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
αυτασφάλεια — η 1. συνειδητή παραίτηση από ασφαλιστική κάλυψη 2. η ανάληψη των κινδύνων από ίδιες «ασφαλιστικές εγκαταστάσεις» των απειλούμενων από αυτούς τους κινδύνους 3. εκούσια κοινωνική ασφάλιση του υποκείμενου σε υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ναυτασφάλεια — η (νομ.) η ασφάλιση εμπορικού πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος σε κατάλληλο ασφαλιστικό οργανισμό κατά τών θαλάσσιων κινδύνων, αλλ. ναυτασφάλιση ή θαλάσσια ασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλεια] … Dictionary of Greek
συνασφάλιση — η, Ν [συνασφαλίζω] ασφάλιση κατά την οποία το ίδιο ασφαλιστικό συμφέρον μπορεί να ασφαλιστεί σε περισσότερους ασφαλιστές αν η μία ασφάλιση συμπληρώνει την άλλη, δηλαδή τα ασφαλιστικά τους ποσά, αθροιζόμενα, δεν υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία … Dictionary of Greek