-
1 ασυνείδητος
[асинндитос] εκ. несознательный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασυνείδητος
-
2 недобросовестный
недобросовестн||ыйприл ἀσυνείδητος / ἀφιλότιμος (тк. о людях):\недобросовестныйый человек ἀσυνείδητος ἄν-θρωπος· \недобросовестныйое отношение к делу ἡ ἐλλειψη εὐσυνειδησίας στή δουλειά. -
3 бессознательный
επ., βρ: -лен, -льна, -но1. αναίσθητος•-ое состояние κατάσταση αναισθησίας.
2. ασυνείδητος (ακούσιος)•бессознательный страх ασυνείδητος (ανεξήγητος) φόβος.
-
4 недобросовестный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно, ασυνείδητος, αναίσθητος•недобросовестный человек ασυνείδητος άνθρωπος•
-ое исполнение служебных обязанностей ασυνείδητη εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων.
|| ανεπιμέλητος, αφρόντιστός•-ая работа ανεπιμελητή εργασία.
-
5 бессознательный
бессознательный ασυνείδη τος, ασυναίσθητος быть в \бессознательныйом состоянии είμαι λιπό θυμος* * *ασυνείδητος, ασυναίσθητοςбыть в бессозна́тельном состоя́нии — είμαι λιπόθυμος
-
6 безотчетный
безотчетн||ыйприл1. (бессознательный) ἀσυνείδητος, ἀσυναίσθητος / ἀθέλητος, ἀθελος (невольный);2. (бесконтрольный) ἀνεξέλεγκτος. -
7 беспринципный
беспринци́пн||ыйприл χωρίς ἀρχος, ἀσυνείδητος. -
8 бессовестный
бессо́вестн||ыйприл1. (нечестный) ἄτιμος, ἀσυνείδητος;2. (наглый) ἀφιλότιμος, ἀναιδής. -
9 бессознательный
бессознательныйприл ἀσυναίσθητος, ἀσυνείδητος:быть в \бессознательныйом состоянии χάνω τίς αίσθήσεις μου, εἶμαι λιπόθυμος (λιγοθυμισμένος). -
10 несознательностьый
несознательность||ыйприл ἀσυνείδητος / ἀσυναίσθητος (неосознанный)/ μή συνειδητός, χωρίς ἀναπτυγμένη συνείδηση (политически отсталый). -
11 бессовестный
[μπισσόβισνυΐ/] επ. άτιμος, ασυνείδητος -
12 недобросовестный
[νινταμπρασόβιστνυϊ] εκ. άσυνειδητος -
13 несознательный
[νισαζνάτιλ'νυϊ] επ. ασυνείδητος -
14 бессовестный
[μπισσόβισνυΐ] επ άτιμος, ασυνείδητος -
15 недобросовестный
[νινταμπρασόβιστνυϊ] επ άσυνειδητος -
16 несознательный
[νισαζνάτιλ'νυϊ] επ ασυνείδητος -
17 басурман
-а α. –ка, -и θ.αλλόθρησκος, αλλόπιστος (κυρίως για μωαμεθανούς).υβρ. ασυνείδητος. -
18 безответственный
επ., βρ: -вен, -венна, -венноανεύθυνος, ανυπεύθυνος•-ое лицо ανεύθυνο πρόσωπο.
|| αυθαίρετος, ασυνείδητος. -
19 безотчетный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноασυνείδητος, ασυναίσθητος, ενστικτώδης. || ανεξέλεγκτος, ασύδοτος. -
20 бессовестный
επ. βρ: -тен, -тна, -тноασυνείδητος• αδιάντροπος, ξεδιάντροπος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσυνείδητος — not privy to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… … Dictionary of Greek
ασυνείδητος — η, ο επίρρ. α 1. (για πρόσωπα), αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, ο πωρωμένος: Ως επαγγελματίας ήταν ασυνείδητος. 2. (για πράξεις), αυτός που δε γίνεται ευσυνείδητα, άδικος, κακοήθης: Σε μερικά βιοτεχνικά εργαστήρια γίνεται ασυνείδητη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυνειδήτως — ἀσυνείδητος not privy to adverbial ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνείδητον — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc sg ἀσυνείδητος not privy to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνειδήτου — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνειδήτους — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνείδητε — ἀσυνείδητος not privy to masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ραδιούργος — α, ο / ῥᾳδιουργός, όν, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που ραδιουργεί, δολοπλόκος, μηχανορράφος νεοελλ. (για ηθοποιό) αυτός που έχει ειδικευθεί στην απόδοση ρόλων μοχθηρών και ύπουλων προσώπων αρχ. 1. αυτός που κάνει κάτι με ευκολία, χωρίς να… … Dictionary of Greek
αδροπετσιάζω — [αδρόπετσος] (στην Κρήτη) 1. γίνομαι τραχύς στην επιδερμίδα, χοντροπετσιάζω 2. γίνομαι ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος … Dictionary of Greek