-
1 асимметрия
η ασυμμετρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > асимметрия
-
2 несимметрия
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > несимметрия
-
3 асимметрйя
асимметр||йяж ἡ ἀσυμμετρία. -
4 непропорциональность
непропорциональностьж ἡ ἀσυμμετρία, ἡ δυσαναλογία. -
5 несоразмерность
несоразмерностьж ἡ δυσαναλογία, ἡ ἀσυμμετρία, ἡ ἀνισότητα [-ης]. -
6 непропорциональность
[νιπραπαρτσοανάλ’ναστ'] ουσ θ. ασυμμετρία -
7 непропорциональность
[νιπραπαρτσοανάλ’ναστ'] ουσ θ. ασυμμετρία -
8 асимметрия
-и θ.ασυμμετρία. -
9 непропорциональность
-и θ.ασυμμετρία, δυσαναλογία, ανισομετρία. -
10 неравномерность
-и θ.αν ισομέρεια• ασυμμετρία. -
11 несимметричность
-и θ.ασυμμετρία. -
12 несоразмерность
-и θ.δυσαναλογία, ασυμμετρία, αν ισομετρία δυσαρμονία. -
13 неуклюжесть
-и θ.δυσαρμονικότητα, το ακανόνιστο, ασυμμετρία. || ακαλαισθησία. || αδεξιότητα. -
14 перекошенность
-и θ.στρεβλότητα, σκέβρωμα• ασυμμετρία• λοξότητα.
См. также в других словарях:
ἀσυμμετρία — ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc/acc dual ἀσυμμετρίᾱ , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίᾳ — ἀσυμμετρίαι , ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυμμετρία — η (AM ἀσυμμετρία) η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία αρχ. η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο … Dictionary of Greek
ασυμμετρία — η δυσαναλογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασυμμετρία, ανατολική-δυτική — Όρος της πυρηνικής φυσικής. Η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στην ένταση της κοσμικής ακτινοβολίας ανατολικά και δυτικά από τον γεωμαγνητικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο της ανακαλύφθηκε το 1933, κατά τη διάρκεια τριών ξεχωριστών πειραμάτων: ο… … Dictionary of Greek
ἀσυμμετρίας — ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc pl ἀσυμμετρίᾱς , ἀσυμμετρία incommensurability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίαι — ἀσυμμετρία incommensurability fem nom/voc pl ἀσυμμετρίᾱͅ , ἀσυμμετρία incommensurability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετρίαν — ἀσυμμετρίᾱν , ἀσυμμετρία incommensurability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμμετριῶν — ἀσυμμετρία incommensurability fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek