-
1 ασυμβίβαστος
[асимвивастос]εκ. несовместимсый, не допускающий компромиссов,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασυμβίβαστος
-
2 непримиримый
-
3 несговорчивый
несговорчивыйприл ἀδιάλλακτος, ἀσυμβίβαστος. -
4 несовместимостьый
несовместимость||ыйприл ἀσυμβίβαστος, ἀταίριαστος:\несовместимостьыйые понятия ὁΐ ἀσυμβίβαστες ἔννοιες. -
5 непримеримый
[*][ναιριμιρίμυή εκ ασυμβίβαστος -
6 несовместимый
[νισαβμιστίμυΐ] εκ. ασυμβίβαστος -
7 непримеримый
[*][ναιριμιρίμυή εκ ασυμβίβαστος -
8 несовместимый
[νισαβμιστίμυϊ] επ ασυμβίβαστος -
9 бескомпромиссный
επ.ασυμβίβαστος, αδιάλλακτος. -
10 непримиримый
επ., βρ: -рим, -а, -оαδιάλλακτος, ανένδοτος, ανειρήνευτος• ασυμφιλίωτος•-ая борьба ανένδοτος αγώνας.
|| ασύμφωνος• ασυμβίβαστος•-ые противоречия ανεξάλειπτες αντιθέσεις.
-
11 несговорчивый
επ., βρ: -чив, -а, -оδυσμεταχείριστός, δύστροπος, στριφνός• ασυμβίβαστος•несговорчивый человек δύστροπος άνθρωπος.
-
12 несовместимый
επ., βρ: -тим, -а, -оασυμβίβαστος, ασύμβατος• ασύμφωνος• αντίθετος• απαράδεκτος•свобода и эксплуатация -ые понятия ελευθερία και εκμετάλλ,ευση είναι ασυμβίβαστες έννοιες.
См. также в других словарях:
ἀσυμβίβαστος — not to be brought into union masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυμβίβαστος — η, ο (Μ ἀσυμβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. απρόσεχτος, δύστροπος 2. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να… … Dictionary of Greek
ασυμβίβαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συμφωνήσει μ άλλον, αταίριαστος, αδιάλλακτος: Δεν θα καταφέρεις να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος ασυμβίβαστος. 2. ιδιότροπος, στρυφνός: Δεν μπορεί να ταιριάξει με κανέναν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυμβιβάστως — ἀσυμβίβαστος not to be brought into union adverbial ἀσυμβίβαστος not to be brought into union masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυμβίβαστον — ἀσυμβίβαστος not to be brought into union masc/fem acc sg ἀσυμβίβαστος not to be brought into union neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Филиппотис, Димитриос — Скульптура «ксилотравстис», напротив Олимпийского стадиона , Афины Димитриос Филиппотис (греч … Википедия
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek
αμόνοιαστος — η, ο [μονοιάζω] αυτός που δεν μονοιάζει, δεν ζει σε ομόνοια με άλλους, δύστροπος, φιλόνικος, ασυμβίβαστος … Dictionary of Greek
αντιθεατρικός — ή, ό 1. εχθρός του θεάτρου 2. ασυμβίβαστος με τους κανόνες της θεατρικής τέχνης 3. αντίθετος προς την επιτήδευση και τις υπερβολές … Dictionary of Greek