Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ασυλία

См. также в других словарях:

  • ἀσυλία — ἀσυλίᾱ , ἀσυλία inviolability fem nom/voc/acc dual ἀσυλίᾱ , ἀσυλία inviolability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… …   Dictionary of Greek

  • ἀσυλίᾳ — ἀσυλίαι , ἀσυλία inviolability fem nom/voc pl ἀσυλίᾱͅ , ἀσυλία inviolability fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασυλία — η το απαραβίαστο, το απρόσβλητο τόπου ή προσώπου: Δεν προφυλακίστηκε, γιατί προστατεύεται από τη βουλευτική ασυλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυλίας — ἀσυλίᾱς , ἀσυλία inviolability fem acc pl ἀσυλίᾱς , ἀσυλία inviolability fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυλίαν — ἀσυλίᾱν , ἀσυλία inviolability fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Неприкосновенность —    • Άσυλία,          называлось дарованное государством иностранцам ручательство в безопасности их личности и имущества от посягательств всякого рода …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀσυλίης — ἀσυλία inviolability fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Asyl — Unter der Bezeichnung Asyl (lat. asylum aus griech. ἄσυλον zu ἄσυλος unberaubt; sicher = ἀ privativum + σῦλον Raub ) versteht man einen Zufluchtsort, eine Unterkunft, ein Obdach und eine Freistatt bzw. Freistätte; den Schutz vor Gefahr und… …   Deutsch Wikipedia

  • Asylie — (griechisch ἀσυλία, abgeleitet von dem griechischen Wort ἄσυλος „unverletzlich“, „unverletzt“) bezeichnete in der griechischen Antike ein Privileg, das eine Polis, ein Heiligtum, einzelne Personen oder Personenverbände erwerben konnte und… …   Deutsch Wikipedia

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»