-
1 ασυλία
ἀσυλίᾱ, ἀσυλίαinviolability: fem nom /voc /acc dualἀσυλίᾱ, ἀσυλίαinviolability: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀσυλίαι, ἀσυλίαinviolability: fem nom /voc plἀσυλίᾱͅ, ἀσυλίαinviolability: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ασυλια
-
3 ασυλία
η неприкосновенность, иммунитет;διπλωματική(βουλευτική) ασυλία — дипломатический (депутатский) иммунитет, дипломатическая (депутатская) неприкосновенность
-
4 ἀσυλία
Βλ. λ. ασυλία -
5 ἀσυλίᾳ
Βλ. λ. ασυλία -
6 ἀσυλία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 3,12right of sanctuary, inviolabilityCf. HORSLEY 1987, 168-169 -
7 ἀσυλία
ἀσῡλ-ία ἡ,A inviolability, i.e.,1 safety to the person, of suppliants,ἀ. βροτῶν A.Supp. 610
; of competitors at games, Plu.Arat.28; in Inscrr., as a privilege bestowed on one who has deserved well of the state,εἶμεν δὲ αὐτῷ ἀτέλειαν καὶ ἀ. καὶ κατὰ γᾶν καὶ κατὰ θάλασσαν IG7.11
([place name] Megara), cf. 2.551.80, 5(1).1226 ([dialect] Lacon.), etc.2 sanctity, inviolability of character,ἀ. ἱερέως D.H.11.25
.3 of a place of refuge, right of sanctuary, Plb.4.74.2;ἀσυλίαν παρέχειν Plu. 2.828d
; freq. in Inscrr.,ἀ. πόλεως καὶ χώρας IG12(5).1341
([place name] Paros), etc.4 exemption from contributions, Ph.2.250. -
8 ἀσῡλία
ἀ-σῡλία, Unverletzlichkeit eines Ortes u. die daselbst Hilfe Suchenden -
9 ασυλία
asile -
10 ασυλία
1) azyl (m) rzecz.2) przytułek (m) rzecz.3) schronienie (n) rzecz. -
11 ασυλία
1) azyl2) domov3) útočiště4) útulek -
12 ασυλία
asylumΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασυλία
-
13 ασυλίας
ἀσυλίᾱς, ἀσυλίαinviolability: fem acc plἀσυλίᾱς, ἀσυλίαinviolability: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ἀσυλίας
ἀσυλίᾱς, ἀσυλίαinviolability: fem acc plἀσυλίᾱς, ἀσυλίαinviolability: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ασυλίαν
-
16 ἀσυλίαν
-
17 αίρω
(αόρ. ήρα, μεσ. αόρ. ηράμην, παθ. αόρ. ήρθην) μετ.1) (высоко) поднимать; 2) снимать, устранять, убирать;αίρω τα εμπόδια — устранять препятствия;
3) отменять, отзывать, упразднять; прекращать, кончать;την πολιορκία — снимать блокаду;4) отнимать, лишать;ήρθη η βουλευτική του ασυλία его лишили парламентской неприкосновенности; η βουλή ήρε την εμπιστοσύνη της απ· την κυβέρνηση парламент выразил недоверие правительству -
18 βουλευτικός
-
19 διπλωματικός
η, ό[ν]1) дипломатический;διπλωματικός υπάλληλος — дипломат;
διπλωματική ασυλία — дипломатический иммунитет;
διπλωματικός ταχυδρόμος — дипломатический курьер, дипкурьер;
διπλωματικό σώμα
дипломатический корпус;2) дипломатичный; хитрый, лицемерный;διπλωματικά τερτίπια — хитрые повадки;
διπλωματική απάντηση — дипломатичный ответ
-
20 ασυλίης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσυλία — ἀσυλίᾱ , ἀσυλία inviolability fem nom/voc/acc dual ἀσυλίᾱ , ἀσυλία inviolability fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυλία — Δικαίωμα εξαίρεσης από το κοινό δίκαιο, την οποία απολαμβάνει ένα άτομο εξαιτίας της ειδικής αποστολής του. Η έννοια της α. εφαρμόζεται προπάντων στο διεθνές δίκαιο (διπλωματική α.) και στο συνταγματικό δίκαιο (κοινοβουλευτική α.). Η διπλωματική… … Dictionary of Greek
ἀσυλίᾳ — ἀσυλίαι , ἀσυλία inviolability fem nom/voc pl ἀσυλίᾱͅ , ἀσυλία inviolability fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυλία — η το απαραβίαστο, το απρόσβλητο τόπου ή προσώπου: Δεν προφυλακίστηκε, γιατί προστατεύεται από τη βουλευτική ασυλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυλίας — ἀσυλίᾱς , ἀσυλία inviolability fem acc pl ἀσυλίᾱς , ἀσυλία inviolability fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυλίαν — ἀσυλίᾱν , ἀσυλία inviolability fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Неприкосновенность — • Άσυλία, называлось дарованное государством иностранцам ручательство в безопасности их личности и имущества от посягательств всякого рода … Реальный словарь классических древностей
ἀσυλίης — ἀσυλία inviolability fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Asyl — Unter der Bezeichnung Asyl (lat. asylum aus griech. ἄσυλον zu ἄσυλος unberaubt; sicher = ἀ privativum + σῦλον Raub ) versteht man einen Zufluchtsort, eine Unterkunft, ein Obdach und eine Freistatt bzw. Freistätte; den Schutz vor Gefahr und… … Deutsch Wikipedia
Asylie — (griechisch ἀσυλία, abgeleitet von dem griechischen Wort ἄσυλος „unverletzlich“, „unverletzt“) bezeichnete in der griechischen Antike ein Privileg, das eine Polis, ein Heiligtum, einzelne Personen oder Personenverbände erwerben konnte und… … Deutsch Wikipedia
διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… … Dictionary of Greek