Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αστυνομική

  • 1 полицейский

    επ.
    αστυνομικός•

    полицейский надзор αστυνομική παρακολούθηση•

    -ое управление αστυνομική διεύθυνση•

    полицейский террор αστυνομική τρομοκρατία•

    -ие методы αστυνομικές μέθοδες•

    полицейский участок αστυνομικό τμήμα.

    Большой русско-греческий словарь > полицейский

  • 2 дефензива

    θ.
    1. (στρατ., παλ.) άμυνα.
    2. παλ. αστυνομική ασφάλεια στην Πολωνία.

    Большой русско-греческий словарь > дефензива

  • 3 стан

    α.
    1. σώμα (κορμί) ανθρώπινο.
    2. κορμί του πουκάμισου (εκτός τα μανίκια).
    α.
    1. σταθμός, κατάλυμα• κρυσφύγετο•

    разбойничий стан κρυσφύγετο ληστών•

    бригадный стан ο σταθμός της μπριγάδας.

    || παλ. στρατόπεδο.
    2. στράτευμα. || μτφ. ομάδα.
    3. επαρχία (διοικητ ική-αστυνομική).
    α.
    1. (υπο)στήριγμα ξύλινο.
    2. μηχανή•

    прокатный стан μηχανή ελασματοποίησης.

    Большой русско-греческий словарь > стан

  • 4 террор

    α.
    τρομοκρατία•

    фашистский -φασιστική τρομοκρατία•

    полицейский террор αστυνομική τρομοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > террор

См. также в других словарях:

  • Τροχαία — Αστυνομική υπηρεσία η οποία σχετίζεται με ό,τι σύρεται σε τροχούς (αμάξια, ποδήλατα, αυτοκίνητα κλπ.). Τροχαίο υλικό ονομάζονται τα ανταλλακτικά των τροχοφόρων. Ειδικά σήματα, οπτικά ή ακουστικά, που διευκολύνουν την κίνηση των τροχοφόρων,… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • στρατονομία — η, Ν [στρατονόμος] 1. στρ. στρατιωτική υπηρεσία, τής οποίας αποστολή είναι η αστυνόμευση τών στρατιωτικών όταν αυτοί βρίσκονται έξω από τη μονάδα τους 2. στρ. αστυνομική υπηρεσία στους τόπους στάθμευσης τών στρατευμάτων για την τήρηση τής τάξης… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • ακατακράτητος — η, ο (Μ ἀκατακράτητος, ον) [κατακρατῶ] 1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν κατακρατήσει, να μην τόν επιστρέψει στον δικαιούχο 2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή μσν. ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος …   Dictionary of Greek

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

  • δημογέρων — και δημογέροντας, ο (AM δημογέρων, Α και δαμογέρων) ο γεροντότερος στον δήμο, αυτός που απολαύει τον μεγαλύτερο σεβασμό μετά τον ηγεμόνα, ο πρόκριτος νεοελλ. εκλεγμένος άρχοντας τής ελληνικής κοινότητας, με διοικητική και αστυνομική εξουσία αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… …   Dictionary of Greek

  • επιτήρηση — η (AM ἐπιτήρησις) [επιτηρώ] επίβλεψη, παρακολούθηση, εποπτεία («αστυνομική επιτήρηση») 2. προσεκτική παρατήρηση για έλεγχο («επιτήρηση στις εξετάσεις») μσν. (με εχθρ. σημ.) παραμόνευση, παραφύλαξη αρχ. 1. προσεκτική παρατήρηση 2. τήρηση 3. το… …   Dictionary of Greek

  • ιεροδικαστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιερά Εξέταση 2. (για δικαστική ή αστυνομική ανάκριση) βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδικαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»