-
1 αστραπιαίος
[астрапиэос] επ. молниеносный, мгновенный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αστραπιαίος
-
2 мгновенный
мгновен||ныйприл ἀκαριαίος, στιγμιαίος, ἀστραπιαίος:\мгновенныйное решение ἀστραπιαία ἀπόφαση. -
3 молниевидный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαστραπιαίος, σαν την αστραπή•-ое движение αστραπιαία κίνηση.
-
4 молниеносность
-и θ.χαρακτήρας αστραπιαίος, το αστραπιαίον. -
5 молниеносный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. παλ. αστραπηφόρος κεραυνοβόλος•-ые тучи αστραπηφόρα σύννεφα.
|| μτφ. γρήγορος, πεταχτός, φευγαλέος•молниеносный взгляд φευγαλέα ματιά.
2. μτφ. αιφνίδιος, ξαφνικός•-ая воина κεραυνοβόλος πόλεμος•
молниеносный удар κεραυνοβόλο χτύπημα.
|| αστραπιαίος•-ая быстрота αστραπιαία ταχύτητα.
См. также в других словарях:
αστραπιαίος — α, ο 1. ο γοργός σαν αστραπή 2. ο όμοιος με αστραπή … Dictionary of Greek
αστραπιαίος — α, ο επίρρ. α γρήγορος σαν την αστραπή, με μεγάλη ταχύτητα: Με αστραπιαίες ενέργειες ματαίωσε τα σχέδια των αντιπάλων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόλος — α, ο επίρρ. α 1. αστραπιαίος, αποτελεσματικός, ταχύτατος: Το τάγμα έκαμε μια κεραυνοβόλα ενέργεια. 2. αυτός που εκδηλώνεται απότομα, θανατηφόρος: Έπαθε κεραυνοβόλα αποπληξία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)