-
1 ασπλαχνία
[асплахниа] ουσ. Θ. бессердечие, жестокость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασπλαχνία
-
2 жестокость
-
3 безжалостность
безжалостностьж ἡ ἀσπλαχνία, ἡ ἀσπλαγχνία, ἡ ἀπονιά, ἡ σκληρότητα [-ης]. -
4 безжалостность
-и θ.ασπλαχνία, απονιά, αναλγησία, σκληροκαρδία. -
5 беспощадность
-и θ.ασπλαχνία, αλυπησιά, αναλγησία, σκληρότητα, απήνεια. -
6 жестокосердие
-я ουδ.σκληροκαρδία, απονιά, ασπλαχνία, απήνεια, αναλγησία. -
7 жестокость
-и θ.σκληρότητα, ωμότητα, ασπλαχνία, αναλγησία, ανοικτιρμοσύνη. -
8 инквизиторство
-а ουδ.ασπλαχνία, απονιά, αναλγησία• απήνεια, σκληρότητα. -
9 опала
-ы θ.θυμός, οργή, ασπλαχνία του τσάρου προς τους βογιάρους, προύχοντες. || δυσμένεια, εναντίωση.
См. также в других словарях:
ασπλαχνία — ασπλαχνία, η και ασπλαχνιά, η το να είναι κανείς άσπλαχνος, σκληρός: Την ασπλαχνιά του δεν την έχω ξανασυναντήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασπλαχνιά — η (AM ἀσπλαγχνία) [άσπλα(γ)χνος] η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά … Dictionary of Greek
αλυπησιά — η [αλύπητος] το να μη λυπάται κανείς, να μη νιώθει συμπόνια, αναλγησία, σκληρότητα, ασπλαχνιά … Dictionary of Greek
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
αναλγησία — η (Α ἀναλγησία) [ἀνάλγητος] έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο νεοελλ. 1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια αρχ. αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα … Dictionary of Greek
ανελεημοσύνη — η (AM ἀνελεημοσύνη) το να μην είναι κάποιος ελεήμονας, ασπλαχνιά, ανοικτιρμοσύνη … Dictionary of Greek
απονιά — η (Α ἀπονία) [άπονος] έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά αρχ. 1. αποφυγή κόπων, οκνηρία 2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους 3. καθιστική ζωή των γυναικών 4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία … Dictionary of Greek
θηριωδία — η (ΑΜ θηριωδία) [θηριώδης] σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία … Dictionary of Greek
σκληρογνωμοσύνη — ἡ, Μ [σκληρογνώμων] η ιδιότητα τού σκληρογνώμονος, σκληροκαρδία, αναλγησία, ασπλαχνιά … Dictionary of Greek
απανθρωπία — απανθρωπία, η και απανθρωπιά, η σκληρότητα, ασπλαχνιά: Την απανθρωπιά του την έδειξε τον καιρό της πείνας στην Κατοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απονιά — η σκληρότητα, ασπλαχνιά: Την απονιά αυτού του ανθρώπου δεν την έχω ξανασυναντήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)