-
1 ασθενικός
[астэникос] εκ. болезненный, слабый здоровьем.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασθενικός
-
2 болезненный
болезненный 1) (нездоровый) ασθενικός, φιλάσθενος, αρρωστιάρης 2) (причиняющий боль) αλγεινός, οδυνηρός* * *1) ( нездоровый) ασθενικός, φιλάσθενος, αρρωστιάρης2) ( причиняющий боль) αλγεινός, οδυνηρός -
3 слабый
слабый αδύνατος; ασθενικός (болезненный)' \слабыйое здоровье η καχεξία* * *αδύνατος; ασθενικός ( болезненный)сла́бое здоро́вье — η καχεξία
-
4 болезненный
болезненн||ыйприл1. (склонный к заболеваниям, нездоровый) ἀσθενικός, φιλάσθενος, ἀρρωστιάρικος, νοσηρός;2. перен (преувеличенный) ἀρρωστιάρικος, νοσηρός:\болезненныйое самолюбие ἡ νοσηρή εὐθιξία;3. (причиняющий боль) ὁδυνηρός, ἀλγεινός. -
5 дохрый
до́хрыйприл1. (о животном) ψόφιος'2. перен (слабый) разг ἐξασθενημένος, ἀσθενικός. -
6 некрепкий
некрепкийприл в разн. знач. ἀδύνατος, μή δυνατός, ἀσθενικός:\некрепкий чай τό ἐλαφρό τσάϊ, τό ἀδύνατο τσάϊ. -
7 немощиый
немо||щи́ыйприл ἀνήμπορος, ἀσθενικός / ἀδύνατος (слабый). -
8 ослабеватьелый
ослабевать||елыйприл разг ἀσθενικός, ἐξασθενημένος, ἀδυνατισμένος. -
9 тщедушный
тщедушныйприл ἀδύνατος, ἀσθενικός, καχεκτικός:\тщедушный человек ὁ ἰσχνός ἄνθρωπος· \тщедушный вид ἡ φιλάσθενη ὅψη. -
10 астеник
-а α.ασθενικός, αδύνατος. -
11 астенический
επ.ασθενικός. -
12 болезненный
επ., βρ: -знен, -зненна, -нно1. ασθενικός, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος• νοσηρός•болезненный ребенок αρρωστιάρικο παιδάκι•
-ое состояние νοσηρή κατάσταση.
2. μτφ. παρακαμωμένος, ο πέρα από τα όρια•-ое любопытство αρρωστιάρικη περιέργεια.
3. οδυνηρός•укусы осы -ы τα κεντρίσματα της σφήκας είναι οδυνηρά.
|| μτφ. θλιβερός•-ые воспоминания θλιβερές αναμνήσεις.
-
13 недужный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноκαχεκτικός, αδύνατος, ασθενικός, φιλάσθενος. -
14 нездоровый
επ., βρ: -ров, -а, -о.1. αδιάθετος• άρρωστος, ασθενής•я -ов είμαι άρρωστος.
|| ασθενικός, αρρωστιάρ ικος•нездоровый вид αρρωστιάρικη όψη.
2. βλαβερός στην υγεία, ανθυγιεινός, νοσηρός•-ая пища βλαβερή τροφή•
-ая местность ανθυγιεινό μέρος•
нездоровый климат νοσηρό κλίμα.
3. μτφ. νοσηρός ηθικά•-ая обстановка νοσηρό περιβάλλον.
-
15 некрепкий
επ., βρ: -пок, -пка, -пко.1. αδύνατος, εύθραστος, εύσχιστος.2. ασθενικός•некрепкий организм αδύνατος οργανισμός.
3. ελαφρός•некрепкий табак ελαφρός καπνός•
некрепкий кофе ελαφρός καφές•
-ое вино αδύνατο κρασί.
-
16 немощный
επ., βρ: -щен -щёна-щёно αδύνατος, καχεκτικός, ανήμπορος, ασθενικός. -
17 слабый
επ., βρ: слаб, -а, -о.1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•слабый удар αδύνατο χτύπημα•
слабый голос αδύνατη φωνή•
-ая память αδύνατη μνήμη;•
слабый ветер ασθενής άνεμος•
-ое государство ανίσχυρο κράτος.
2. ασθενικός•-ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•
слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.
|| αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.3. μη ισχυρός•-ая воля αδύνατη βούληση.
|| ελαφρός•слабый табак ελαφρός καπνός•
-ое вино ελαφρό κρασί.
4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•-ые способности μικρές ικανότητες•
-ая надежда μικρή ελπίδα•
-ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•
-ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•
слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.
5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.
6. μικρής ισχύος, μικρός•слабый мотор μικρό μοτέρ•
-ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.
εκφρ.- ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•- ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. -
18 тщедушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноαδύ-τος,άτονος• ασθενικός, καχεκτικός. -
19 хворый
επ.αρρωστιάρικος, ασθενικός, φιλάσθενος•хворый мальчик φιλάσθενο παιδάκι.
-
20 хилый
επ., βρ: хил, хила, хило καχέκτης, -τικός, ασθενικός. || εξασθενημένος, μη ζωηρός (για φυτά). || μτφ. εξαντλημένος, άψυχος, ψόφιος, αδύναμος• σαράβαλο, ερείπιο.
См. также в других словарях:
ἀσθενικός — weakly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενικός — και αστενικός, ή, ό (AM ἀσθενικός, ή, όν) [ασθενής] 1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει 2. ο ανίσχυρος 3. αυτός που προκαλεί ασθένειες … Dictionary of Greek
ασθενικός — ή, ό φιλάσθενος, αρρωστιάρης: Έχουν ένα παιδί ασθενικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθενικόν — ἀσθενικός weakly masc acc sg ἀσθενικός weakly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοῖς — ἀσθενικός weakly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοί — ἀσθενικός weakly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοῦ — ἀσθενικός weakly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικούς — ἀσθενικός weakly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενική — ἀσθενικός weakly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικῶς — ἀσθενικός weakly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικῷ — ἀσθενικός weakly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)