-
1 ασθενικός
-
2 ἀσθενικός
-
3 ἀσθενικός
ἀσθενικός, schwächlich, Arist. H. A. 5, 14; Luc. Tox. 19.
-
4 ασθενικος
-
5 ἀσθενικός
-
6 ασθενικός
-
7 ασθενικός
[астэникос] επ болезненный, слабый здоровьем. -
8 ἀσθενικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσθενικός
-
9 ασθενικός
feebleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ασθενικός
-
10 ασθενικόν
-
11 ἀσθενικόν
-
12 ασθενικοίς
-
13 ἀσθενικοῖς
-
14 ασθενικού
-
15 ἀσθενικοῦ
-
16 ασθενικοί
-
17 ἀσθενικοί
-
18 ασθενικούς
-
19 ἀσθενικούς
-
20 ασθενικώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀσθενικός — weakly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενικός — και αστενικός, ή, ό (AM ἀσθενικός, ή, όν) [ασθενής] 1. ο φιλάσθενος, αυτός που εύκολα αρρωσταίνει 2. ο ανίσχυρος 3. αυτός που προκαλεί ασθένειες … Dictionary of Greek
ασθενικός — ή, ό φιλάσθενος, αρρωστιάρης: Έχουν ένα παιδί ασθενικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθενικόν — ἀσθενικός weakly masc acc sg ἀσθενικός weakly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοῖς — ἀσθενικός weakly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοί — ἀσθενικός weakly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικοῦ — ἀσθενικός weakly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικούς — ἀσθενικός weakly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενική — ἀσθενικός weakly fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικῶς — ἀσθενικός weakly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενικῷ — ἀσθενικός weakly masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)