-
1 ασελγής
[асэлгис] εκ. развратный, распутный, похотливый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασελγής
-
2 блудливый
блуд||ли́выйприл ἀσελγής, ἀκόλαστος, ἐκλυτος. -
3 похотливый
похотливыйприл λάγνος, ἀσελγής. -
4 похотливый
επ., βρ: -лив, -а, -оλάγνος, ασελγής. -
5 сатир
-а α.1. σάτυρος (συνοδός του θεού-Διόνυσου). || μτφ. άνθρωπος, ερωτοπαθής, θηλυμανής• ασελγής.2. είδος μεγάλης πεταλούδας.3. είδος όρνιθας των Ινδιών.
См. также в других словарях:
ἀσελγής — licentious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασελγής — ές (AM ἀσελγής, ές) ο ακόλαστος, ο λάγνος αρχ. ο αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < *αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ασελγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κλίνει πολύ στις ηδονές, αισχρός, ακόλαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσελγῆ — ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσελγής licentious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσελγής licentious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγέστερον — ἀσελγής licentious adverbial comp ἀσελγής licentious masc acc comp sg ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγεστάτων — ἀσελγής licentious fem gen superl pl ἀσελγής licentious masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγεστέραις — ἀσελγής licentious fem dat comp pl ἀσελγεστέρᾱͅς , ἀσελγής licentious fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγεστέρων — ἀσελγής licentious fem gen comp pl ἀσελγής licentious masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγές — ἀσελγής licentious masc/fem voc sg ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγέστατα — ἀσελγής licentious adverbial superl ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσελγέστατον — ἀσελγής licentious masc acc superl sg ἀσελγής licentious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)