-
1 ασβέστιο
[асвестио] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ασβέστιο
-
2 золение
(шкур) η τοποθέτηση σε ασβέστιο (των δερμάτων/τομαριών ζώων)-ить кож. τοποθετώ σε ασβέστιο (τα δέρματα/τομάρια ζώων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золение
-
3 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
4 кальций
кальцийм хим. τό ἀσβέστιο[ν]:хлористый \кальций τό χλωριοῦχο[ν] ἀσβέστιο[ν]. -
5 ангидрит
το άνυδρο θειϊκό ασβέστιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ангидрит
-
6 асботрубы
мн. οι σωλήνες από τσιμέντο και ασβέστιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > асботрубы
-
7 бикарбонат
хим. το διττανθρακικό (άλας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бикарбонат
-
8 борид
хим. ο βαριούχ/ος-кальция - о ασβέστιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > борид
-
9 волластонит
ο βολαστονίτης, Ca3(Si309), (πυριτικό ασβέστιο, η πρώτη ύλη της κεραμικής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волластонит
-
10 известковать почву
λιπαίνω το έδαφος με ασβέστιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > известковать почву
-
11 кальций
хим. (Ca) το ασβέστιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кальций
-
12 кальцинировать
1. (обжигать, прокаливать) πυρώνω 2. (обрабатывать известью) κατεργάζομαι με ασβέστιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кальцинировать
-
13 сульфат
хим. το θειϊκ/ό (άλας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сульфат
-
14 сульфид
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сульфид
-
15 флюорит
(плавиковый шпат) о φθορίτης, о αργυρόδαμας, το φθοριούχο ασβέστιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флюорит
-
16 фосфид
το φωσφορούχο (άλας)-кальция - ασβέστιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фосфид
-
17 хлорный
хлорн||ыйприл ὑπερχλωρικός:\хлорныйая кислота τό ὑπερχλωρικόν ὀξύ· \хлорныйая известь τό χλωριοῦχον ἀσβέστιο. -
18 заизвестковать
-кую, -куешьρ.σ.μ. ασβεστώνω, εμπλουτίζω έδαφος με ασβέστιο. -
19 кальций
-я α.ασβέστιο. -
20 плавиковый
επ. -ая кислота υδροφθρρικό οξύ•плавиковый шпат το φθόριο αργυραδάμαντας ή φθοριούχο ασβέστιο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασβέστιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ca, που ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην υποομάδα των μετάλλων (αλκαλικές γαίες)· έχει ατομικό αριθμό 20, και έξι σταθερά ισότοπα. Είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση, αποτελεί το 3,22% του γήινου… … Dictionary of Greek
ασβέστιο — το ένα από τα χημικά στοιχεία (ομάδα αλκαλικών γαιών). Είναι πολύ διαδομένο στη φύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυανίου, ενώσεις — Ενώσεις, στο μόριο των οποίων υπάρχει η χαρακτηριστική ομάδα CN, όπως για παράδειγμα το υδροκυανικό ή πρωσικό οξύ (HCN) και το κυανιούχο κάλιο (KCN). Πρόκειται για αέριο ερεθιστικής οσμής, πολύ δηλητηριώδες, που καίγεται με ρόδινη φλόγα και… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
κονιάματα — Ουσίες, οι οποίες όταν αναμειχθούν με άμμο, σκύρα ή ηφαιστειογενή χώματα χρησιμεύουν στην παρασκευή της αμμοκονίας και του σκυροδέματος. Είδη κ. είναι ο ασβέστης, τα τσιμέντα και οι γύψοι, υλικά με διαφορετικές, μεταξύ τους, ιδιότητες. Ο ασβέστης … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
ασβεστιούχος — ο αυτός που περιέχει ασβέστιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασβέστιο + ούχος < έχω] … Dictionary of Greek
ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… … Dictionary of Greek
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek